1.8.09

Φαύστα




Ο μήνας της Φαύστας είναι ο Αύγουστος. Τότε ήταν που τη χάσαμε και πάντα τότε θα τη βρίσκουμε. Ξεβρασμένη από το κύμα στην πολυτέλεια μιας επαρχιακής ταράτσας.

Στον καναπέ τα καφετιά μοτίβα με ζαλίζουν. Η γιαγιά από δίπλα πλέκει. Η μικρή γιαγιά είναι στο σπίτι της κι ο παππούς στο καφενείο. Στην τηλεόραση η πιο παρακμιακή σειρά της εποχής Μέρφυ Μπράουν. 1992 είμαι άρρωστος ενώ οι άλλοι έχουνε πάει θέατρο. Όταν επιστρέφουν πέρα απ' το ότι τους μισώ που μ'άφησαν πίσω, εξακολουθώ να είμαι άρρωστος κι επιπλέον πρέπει να πάω για ύπνο διότι την επόμενη μέρα (Δευτέρα) έχουμε σχολείο. Φαίνεται ικανοποιημένη, μιλάει για κάποια Φαύστα αλλά είμαι ήδη αρκετά κουρασμένος, ήταν πολύ ενδιαφέρον λέει -ο Γιώργος με βλέφαρα που βασιλεύουν ψάχνει ήδη τον σνούπυ του. Η Κυριακή που ακολούθησε υπήρξε μια απ'τις πιο σημαντικές της ζωής μου. Διότι είχα την θεοφάνεια της Φαύστας που από τότε δεν έπαψε να με ακολουθεί.

Φυσικά δεν θα μπορούσα να γνωρίζω τον Μπόστ και το έργο του. Η Φαύστα είναι μια ιλαροταγωδία γραμμένη στα 1962. Αφορμή για τη συγγραφή αυτού του θεατρικού στάθηκε ένα πραγματικό συμβάν, κατά το οποίο ένας καρχαρίας στο Κερατσίνι έφαγε κάποιο παιδάκι που κολυμπούσε. Ο Μπόστ έπλασε ένα παιδί με βάση αυτό το γεγονός, το ονόμασε Ριτσάκι κι έστησε σε δεκαπεντασύλλαβο ένα παράλογο μύθο. Το παιδί προέρχεται από οικογένεια αστών όπου μαμά είναι η Φαύστα. Η Ρίτσα εξαφανίζεται μυστηριωδώς στην θάλασσα ενώ ο πατέρας της -μανιώδης ερασιτέχνης ψαράς- ψαρεύει αμέριμνος. Μετά από παρέλευση δέκα χρόνων, ο πατέρας πιάνει ένα κήτος στην κοιλιά του οποίου
ανευρίσκεται ζωντανή η Ρίτσα. Μυρίζει, όμως, τόσο έντονα ψαρίλα, που κατασπαράσσεται από τις γάτες του σπιτιού μέσα στην κουζίνα.
Θυμάμαι πόσο με είχε συγκλονήσει αυτή η ιστορία. Φεύγοντας από το θέατρο ήμουνα τόσο συνεπαρμένος που δεν μπορούσα να σταματήσω να το σκέφτομαι.

Από τότε και επί σειρά ετών η Φαύστα αποτελούσε το βασικό έργο των θεατρικών μας επιχειρήσεων. Η Δέσποινα είχε πάντα το ρόλο του πατέρα κι όλων των υπολοίπων ενώ η αφεντιά μου σε διπλό ρόλο έκπληξη, Ριτσάκι-Φαύστα. Το σενάριο, ανασκευασμένο από τη Δέσποινα, βρίσκεται καταχωνιασμένο σε κάποιο μέρος του σπιτιού. Εκεί είχαμε σημειώσει ακόμη και τα ρούχα και τα αντικείμενα που χρειαζόμασταν. Θυμάμαι ένα φορεματάκι βαφτιστικό, το'χαμε κυριολεκτικά ξεσκίσει στην προσπάθειά μας να χωρέσουμε. Θύμιζε όμως τόσο έντονα σώμα ψαριού -είχε γίνει κουρέλι- που το προτιμούσαμε σε όλες τις παραστάσεις. Μέχρι το τέλος. Το οποίο ήρθε όταν η Δέσποινα έγινε 15 χρονών. Τα αδέρφια μας αποτελούσαν το καλύτερο ακροατήριο που είχαμε. Παρακολουθούσαν με σαγόνι κρεμάμενο και αξιοθαύμαστη προσοχή, μαντεύοντας τη μισή πλοκή πίσω απ' τα κάγκελα του υπερυψωμένου μπαλκονιού χωρίς ποτέ να διαμαρτύρονται. Και μας χειροκροτούσαν αθώα, η πιο αληθινή πράξη αγάπης του κόσμου.

Αυτή η σουρρεαλιστική ιστορία είναι τόσο αναπόσπαστα δεμένη με τα παιδικά καλοκαίρια που δεν θα μπορούσε να μην είχε αναφερθεί εδώ. Φέρνει έναν αέρα τόσο μακρινό και δροσερό που σχεδόν με κάνει να πιστεύω πως το Ριτσάκι παραμονεύει στο μπαλκόνι κι όπου να'ναι θα φανεί σέρνοντας πίσω της τον Αυγουστίνο και τη Μάγια.