6.11.09

Nothingness

*Sam Falls

Eίμαι στο τραίνο για Πειραιά με τη δοκιμαζόμενη υπομονή μου να τραβάει σιωπηλά τα μαλλιά της.
Το ραντεβού με την παράνοια, στις 9:35, και είναι 9:22. Παραμένει να φτάσουμε, να βγω από το τραίνο και να βρω το σχολείο, όλα αυτά σε διάστημα 10 λεπτών. Μετά μπορώ να γίνω και οδηγός τρόλλευ ή εισαγωγέας χλοοτάπητα για γήπεδα 4x4, αν το θελήσω. Πάντως μέσα στα επόμενα 10 λεπτά πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκομαι στο σχολείο. Δεν γνωρίζω την ακριβή τοποθεσία αλλά την οραματίζομαι.
Τρέχω, έχω φτάσει (το
σχολείο βρίσκεται σε μια ξεγυρισμένη ανηφόρα) με κομμένη την ανάσα, κοιτάω σαν αυτιστικό με επαναλαμβανόμενες κινήσεις γύρω γύρω, με πλησιάζει ένας κύριος που με καθοδηγεί στα άδυτα των αδύτων. Στους διαδρόμους οι φωνές, σαν από κάποιο-μη-με- λησμόνει παρελθόν "...άρα καταλήγουμε στο ότι ο συντελεστής χ..." και "...οι άρχοντες, ούτως ειπείν οι προεστοί..." ή "...στην σελίδα 38 τώρα, διαβάζω...". Κάθομαι σε μια άκρη και νιώθω σαν παγωτό, έχω μαρμαρώσει μπροστά στο παράθυρο αλλά τα πιτσιρίκια με κοντομάνικα. Η μυρωδιά του σχολείου. Τρελαμένες ορμόνες.
Noli spectare quanti homo sit. Parvi enim preti est, qui tam nihili est**. Λατινικά και δυο ώρες λογοτεχνία. Οι κύριοι συναδελφοι έχουν λουφάξει, τους έχει ρημάξει η νύστα και δεν έχουν καμμιά διάθεση για παρατήρηση. Κοιτάω σαν κλέφτης τα κατάγραφα βιβλία των παιδιών -τα φροντιστήρια- και με ζώνουν μαύρα φίδια. Ψάχνω να βρω τη σπίθα, κάποιο βλέμμα, ένοχο έστω, το πάθος. Σαμαράκης, πεζογραφία, υπαρξισμός και Σαρτρ. Τι λες...Μια γραμμή ευθεία, φλατ, αναμενόμενη "...είναι η λεγόμενη ηθική επιλογή"..."καντιανή κατηγορηματική προσταγή" και "διογκωμένη φαντασιωτικά ρεαλιστική τεχνική". Μπλαμπλουμπλαμπλουμπλιμπλου. Υπαρξισμός. Κανείς δε λέει κάτι παρόλο που όλοι μιλάνε μεταξύ τους. Ποιός πάει, ποιός έρχεται πού θα πάνε το βράδυ, το επερχόμενο πάρτυ. Ήθελα να φύγω ήσυχα και κλείνοντας την πόρτα πίσω μου να ψιθυρίσω το στενάχωρο κλισέ "μα αρχαιολόγος θέλω να γίνω". Να τους κλείσω μέσα εκεί ή εμένα απ' έξω. Στην απόλυτη ανοησία και να μη
ξανακοιτάξω πίσω. Να πάω να ανακαλύψω τον τάφο του Μεγαλέξαντρου και να του πω να πεθάνει επιτέλους και να μας αφήσει ήσυχους. Αλλά δεν ισχύει.

Στην επιστροφή θυμήθηκα τις μαρμάρινες βρύσες που είχαμε στο δημοτικό, στην αυλή, δίπλα στο γήπεδο. Ήτανε ένα μάρμαρο υπόλευκο, κουρασμένο, πρακτικό. Θυμήθηκα την εικόνα του αίματος, τις αδρές στάλες από τη μύτη της Μαρίνας στο μάρμαρο, παρασυρμένες από το νερό περιμετρικά σε χείμαρρο.Όλα τα ερυθρά αιμοσφαίρια πώς με λυπούσαν πάνω σε κείνο το πολυκαιρισμένο υλικό και πόσο γρήγορα χανόντουσαν.
Κάπως έτσι λοιπόν, χτές το πρωί, λυπήθηκα.



**"Μην σε απασχολεί πόσο αξίζει ο άνθρωπος, γιατί είναι μικρής αξίας όποιος είναι τόσο τιποτένιος" (Από αποστολή του Κικέρωνα στον Κόιντο).

Ville Alfa