[*Το 1994 ήμουνα δέκα χρονών. Τη μέρα των γενεθλίων μου ή κάπου εκεί πήρα την πρώτη μου μουσική έβερ, δηλαδή την πρώτη ολοδικιά μου κασσέτα. Δεν ξέρω εσείς τι ακούγατε τότε, αν ακούγατε δηλαδή ήδη σόνικ γιούθ ας πούμε ή πάλπ, εμένα πάντως με ενδιέφερε να κάθομαι με το γουόκμαν στο Χόντα του πατέρα μου και να λιώνω αυτή την ανίερη κασσέτα. Μετά το πήξιμο στα μπαλέτα αφενός και στο Δημήτρη Λάγιο αφετέρου -και στην καλύτερη περίπτωση- οι μουσικές αυτές αποτελούσαν ένα μικρό δαντικό καθαρτήριο (< τραγική ειρωνεία / #tyxaiodenomizw). Ήξερα μέσα μου ότι ακολουθούσα το σωστό δρόμο. Την ίδια πεποίθηση, με ελάχιστες αποκλίσεις, διατηρώ αναλλοίωτη μέχρι σήμερα. Προτού αποκαλύψω το περιεχόμενο της θα' θελα να σημειώσω ότι την ίδια εποχή πήρε κι ο αδερφός μου ανάλογη κασσέτα, με ελαφρολαϊκό βεβαίως περιεχόμενο, τις οποίες συχνά ανταλλάζαμε για να μην ακούμε όλο τα ίδια (αν και συχνά ήθελε να κρατάει περισσότερο τη δικιά μου). Η ποιότητα βλέπεις. Περιττό να αναφέρω ότι και οι δύο αγνοούνται. Το αίσθημα πάντως ακούγοντας σήμερα τα κομμάτια παραμένει απαράλλακτο και αμείωτο σε ένταση. Η αγαπημένη μου λοιπόν κασσέτα ήταν μια συλλογή από επιτυχίες του Χρήστου Δάντη (από τα 4 πρώτα του άλμπουμς, 'Δακτυλικά αποτυπώματα', 'Αμάν', 'Αλα' και '4'). Το αγαπημένο μου τραγούδι ήταν και παραμένει αυτό εδώ. Το μόνο που απομένει τώρα είναι να ελπίζω σε μελλοντική χρήση της μουσικής του Χρήστου Δάντη σε ost ταινίας του Καουρισμάκι.
Therefore, I rest my case.]