2.4.10

Παρασκευή

Είμαι θρησκόληπτος. Διότι τη μεγάλη παρασκευή του εβδόμου έτους της ζωής μου συνέβη το υπερθαύμα. Μέσα στα τσαλακωμένα πέταλα, τις ατελείς μυροφόρες, τα στενιασμένα πρόσωπα των ηλικιωμένων, τη μπόχα απ' τα στόματα των ψαλτών, το loud στόλισμα του Επιταφίου και τα πλάγια βλέμματα, τα σπρωξίματα και τη γενική δυσφορία αναζήτησα σημείο φυγής. Δεν ήθελα να εξηγήσω σε κανένα την προσβολή της αισθητικής μου. Είπα μια προσευχή του τύπου θεέ αν είσαι θεός όπως λένε κάνε να τελειώσει τώρα το μαρτύριο αυτό διότι μισώ την εκκλησία και θα λιποθυμήσω πάνω στο σκαμνί και μπορεί και να πεθάνω κιόλας και θα κλαίει η γιαγιά μου που δεν πρόλαβα να κοινωνήσω. Θυμάμαι σα να' ταν χθες, πως είχα σφίξει τις παιδικές γροθιές κόντρα στα γόνατά μου, ήθελα να πονέσω τον εαυτό για να δει ο Χριστός ότι δίπλα του δεν ήταν μόνο η Μαρία χωρίς μουνί και ο Τζόνυ μπι γκουντ-, αλλά κι εγώ. Με τα μάτια κλειστά έλεγα την προπαίδεια ξανά και ξανά για να εξιλεωθώ καθώς επίσης και το ντίλι ντίλι (που μας είχε βάλει η δασκάλα να μάθουμε απ' έξω). Κι όταν άνοιξα τα μάτια στο γκραν φινάλε ήταν εκεί. Με μια κακάσχημη γιαγιά σε έκσταση, πάσχιζαν να στριμωχτούν κάτω από τη βρωμερή μασχάλη του φέροντα τον επιτάφιο. Έξω, τα μόρια της ατμόσφαιρας συγκρούονταν αθόρυβα στους πατημένους λεμονανθούς. Είχα την αίσθηση ότι ο κόσμος γύρω ήταν έτοιμος να λιώσει και να σωθεί στον εαυτό του. Δεν ξέρω τι σόι λιτανείες κάνετε εδώ. Για τις δικές μας λέω.
Μετά τον έχασα. Αλλά ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί θεοφάνεια.
Ο πρώτος έρωτας.