Στα πεζοδρόμια λιωμένα φαγητά και πλαστικές συσκευασίες/ στα σκοτάδια των παραδρόμων της Κολοκοτρώνη το καλύτερο που μπορείς να πατήσεις είναι σκατά/ το χειρότερο κάποιο ψόφιο ζώο/ είχα συνεχώς την αίσθηση ότι μας κυνηγούσε ένα γιγαντιαίο κουνάβι/ αλλά ο Άρις ήταν τελικά τόσο συμπαθητικός/ που κάναμε μέχρι και βόλτα αγκαζέ οι τρεις μας/ ξεχνώντας τη μπόχα/ τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες/ κι αφού είχε προηγηθεί ένα κίλλερ ποτπουρί/ σωρηδόν κοψοφλεβικά άσματα/ η Χρυσούλα βούλιαξε στο μπισκότο της/ ο Άρις ήταν τόσο χαριτωμένος από μόνος του/ και χωρίς την παρέα μας/ σχεδόν μου θύμιζε ένα αγόρι/ που ήθελε ν' ακούει συνέχεια το παραμύθι η πριγκίπισσα και το μπιζέλι/ μας κοίταγε με ύφος γεμάτο ανεκδιήγητο θαυμασμό και απορία/ ένα συναισθηματικό κράμα αγωνίας, άγνοιας, παιδιάστικης ανυπομονησίας και αφέλειας/ όπως σχεδόν ένας άγνωστος κοιτάει μονοζυγωτικά δίδυμα/ προσπαθώντας να εντοπίσει τις μεταξύ τους διαφορές/ έλεγα ότι είναι άδικο να μη μπορούμε να φτιάξουμε μια μπάντα/ κανένας δεν ξέρει να παίζει μουσική/ εξόν από μένα που παίζω στον αυλό το φρέρε ζακ (μακάρι να' παιζα κι αυτό κι ας ήταν και στο σουραύλι)/ και το έντελβαις στη σχολική χορωδία/ θυμάμαι τη δασκάλα της μουσικής με το τζόκευ των Σικάγο Μπουλς να θυμώνει με το ασυγχρόνιστο τέμπο/ καμία έκπληξις/ αλλά η νοσταλγία για πράγματα περασμένα/ έσβηνε στη σκέψη του Άρι να παίζει μελόντικα ή πιανάκι Φίσερ Πράις/ ./
28.11.10
A bilingual Illiterate
Στα πεζοδρόμια λιωμένα φαγητά και πλαστικές συσκευασίες/ στα σκοτάδια των παραδρόμων της Κολοκοτρώνη το καλύτερο που μπορείς να πατήσεις είναι σκατά/ το χειρότερο κάποιο ψόφιο ζώο/ είχα συνεχώς την αίσθηση ότι μας κυνηγούσε ένα γιγαντιαίο κουνάβι/ αλλά ο Άρις ήταν τελικά τόσο συμπαθητικός/ που κάναμε μέχρι και βόλτα αγκαζέ οι τρεις μας/ ξεχνώντας τη μπόχα/ τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες/ κι αφού είχε προηγηθεί ένα κίλλερ ποτπουρί/ σωρηδόν κοψοφλεβικά άσματα/ η Χρυσούλα βούλιαξε στο μπισκότο της/ ο Άρις ήταν τόσο χαριτωμένος από μόνος του/ και χωρίς την παρέα μας/ σχεδόν μου θύμιζε ένα αγόρι/ που ήθελε ν' ακούει συνέχεια το παραμύθι η πριγκίπισσα και το μπιζέλι/ μας κοίταγε με ύφος γεμάτο ανεκδιήγητο θαυμασμό και απορία/ ένα συναισθηματικό κράμα αγωνίας, άγνοιας, παιδιάστικης ανυπομονησίας και αφέλειας/ όπως σχεδόν ένας άγνωστος κοιτάει μονοζυγωτικά δίδυμα/ προσπαθώντας να εντοπίσει τις μεταξύ τους διαφορές/ έλεγα ότι είναι άδικο να μη μπορούμε να φτιάξουμε μια μπάντα/ κανένας δεν ξέρει να παίζει μουσική/ εξόν από μένα που παίζω στον αυλό το φρέρε ζακ (μακάρι να' παιζα κι αυτό κι ας ήταν και στο σουραύλι)/ και το έντελβαις στη σχολική χορωδία/ θυμάμαι τη δασκάλα της μουσικής με το τζόκευ των Σικάγο Μπουλς να θυμώνει με το ασυγχρόνιστο τέμπο/ καμία έκπληξις/ αλλά η νοσταλγία για πράγματα περασμένα/ έσβηνε στη σκέψη του Άρι να παίζει μελόντικα ή πιανάκι Φίσερ Πράις/ ./
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου