[* Τα πολύ παλιά χρόνια/ λίγο μετά την έκθεση με τους δεινόσαυρους (1991;) - κανείς δεν θυμάται πια εκείνο το μεγάλο ιβέντ-/ ήξερα ένα παιδί που διάβαζε πολύ/ όλα τα καλοκαίρια/ τις μικρές ώρες που η μπάλα μας σκαρφάλωνε δαιμονισμένα τα κλήματα της πίσω αυλής/ διακόπτοντας την σιέστα της γιαγιάς σταφίδας/ με τα τζιτζίκια σε τρελό ξεφάντωμα/ μπάνιζα ένοχα το παιδί να διαβάζει ξυπόλητο, μισογερμένο στο πλακάκι της τζαμαρίας/ πίσω απ' τη μισάνοικτη τζαμόπορτα/ πίσω απ' το μαύρο κάγκελο/ πίσω απ' το φράκτη/ και το συρματένιο διαχωριστικό/ ήταν ένας κόσμος ξένος και σιωπηλός/ ένα παιδί που ζούσε αποκλειστικά τρεφόμενο με σταφύλια/ και που έτριβε που και που τα πέλματα μεταξύ τους/ όπως κάποιος που έχει επινοήσει αυτή την αυθόρμητη κίνηση/ χωρίς βέβαια να χάνει στιγμή τη σελίδα/ δε μπορώ με λόγια να εξηγήσω πώς ζούσα για κείνες τις στιγμές/ φανταζόμουν τον ήχο της κλείδωσης την ώρα που ακουμπούσε κάτω το βιβλίο για να φέρει το μπολ με τα σταφύλια/ τον ήχο του δέρματος όπως ξεκόλλαγε απ' το μάρμαρο/ και το ιδρωμένο εξώφυλλο του βιβλίου στο πάτωμα/ μια δυο φορές που μ' είχαν τσακώσει οι άλλοι να κοιτάω προς τα κει/ δεν ένιωσα και πολύ άνετα/ ίσως γιατί αυτό το αλλιώτικο πλάσμα φαινομενικά μας έγραφε στο μακρύτερο του βλέφαρο/ εκεί που χαμήλωνε πάνω απ' τις πυκνές αράδες/ κάπου εκεί ήμασταν κι εμείς/ μια μέρα μας πήγαν επίσκεψη στο ενυδρείο/ ήταν πολύ ωραία τα ψάρια/ ειδικά τα μεγάλα ψάρια τα αγάπησα/ ίσως γιατί μένανε πιο πολλή ώρα στην ίδια θέση/ άλλωστε δεν είχε και πολύ χώρο για να πάνε αλλού/ στο σπίτι μου ζήτησε να το ζωγραφίσω/ εκεί στο ήσυχο βάθος των νερών/ ανάμεσα στα μεγάλα ψάρια ζωγράφισα το παιδί που διαβάζει/ γιατί έτσι όπως κι εκείνα/ στη φαντασία μου/ έμενε πολλή ώρα στην ίδια θέση επειδή ίσως δεν είχε πού αλλού να πάει/./ Μαρία σ' ευχαριστώ που μου θύμισες αυτή τη μικρή ιστορία.]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
δεν έχω λόγια. άπειρη ομορφιά αυτό το κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή