13.5.09

Βασικό Ένστικτο

Μια ολόκληρη μέρα περνάει και έχεις κολλήσει. Σκέφτεσαι το ίδιο άτομο -κάπως χαλαρά το σκέφτεσαι, ναι- και ότι μπορεί και να θέλεις να το δεις. Βιαστικά. Ίσως και να το συναντήσεις.

Η λέξη ένστικτο μου αρέσει. Μου θυμίζει το σπίτι που γεννήθηκα. Δεν μου προσφέρει θαλπωρή ίσα ίσα με κάνει να θέλω να πιστεύω και να μην πιστεύω σ'αυτήν. Είναι αυτό που θέλω και μου λείπει. Ό,τι κάνω εγώ σημαντικό.

Στα μισά του δρόμου, μετά τη δουλειά, κάνει ζέστη.

O Χριστόφορος λέει ότι πρέπει να μάθω να ρίχνω τα χαρτιά. Ή να διαβάζω τον καφέ ή και τα δύο.

Κι ενώ έχεις ξεκινήσει να βαδίζεις προς το σπίτι, ξαφνικά μεταβολή και πίσω. Στην αντίθετη κατεύθυνση έρμαιο μιας ανεξήγητης δύναμης, έχεις χάσει συνείδηση τόπου και χρόνου, διαλύεσαι στο άπειρο φώς του δειλινού. Ευχόμουν να μπορούσα να πετάξω γρήγορα στο Παγκράτι, είχα κορακιάσει και η ανάγκη μου να χωθώ στην κουζίνα των παιδιών ήταν απόλυτη.

Αργό βάδισμα, μα πού πήγαινα;

Και στην κορύφωση μιας συγκλονιστικής, αόριστης αγωνίας βλέπεις το άτομο που σκεφτόσουνα όλη τη μέρα. Κάθεται και σε κοιτάει σαν να είχατε δώσει ραντεβού.

Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά.

Μετά μην μου λες ότι υπάρχει κάτι που δεν μπορείς.