27.11.11

Στο βουνό ΙΙ

[* Στο βουνό όλα ήταν όπως πριν/ κίτρινα, λασπωμένα κι άγουρα/ όμως φρέσκα/ η ίδια υγρασία δεν είχε κάνει την ίδια δουλειά στο συναίσθημα/ όταν φτάσεις να σφίγγεις τις γροθιές και να νιώθεις τη λάσπη σου/ σημαίνει ότι δεν ακούς πια/ ό, τι σε δένει σε άνθρωπο/ την ώρα που έλυνα τον κόμπο της εβδομάδας στο ξέφωτο/ με πλησίασε ένα θηλυκό γατί που ήθελε αγάπες/ θυμήθηκα πόσο καιρό είμαι βουβός/ πόσο καιρό έχω να μιλήσω δηλαδή/ πέρα από το καθημερινό τραύλισμα/ και σχεδόν βούρκωσα/ κοίταγα το γυαλιστερό τρίχωμα της μικρής να λαμπυρίζει καθώς έσπρωχνε ένα σκουπιδάκι στο τσιμέντο/ πέρα δώθε οι έξυπνες πατούσες/ έγειρα δίπλα της/ και ξέχασα/ μα την αλήθεια ξέχασα/ πολλές φορές και για ώρα όλα τα πράγματα που με ξεχάσαν κι εκείνα/ και μετά ήρθαν οι μέλισσες/ όταν είπε ότι οι μέλισσες απορρίπτουν τα πτώματα για να μη μολυνθεί η αποικία/ τα τρώνε οι σφήκες/ σκεφτόμουν τι τραγούδι θα μπορούσε να παίζει κατά τη διάρκεια της σεμνής τελετής της απόρριψης/ και μάλλον θα' ταν κάτι σαν το the Sexual Loneliness Of Jesus Christ/ επιτέλους ένας άνθρωπος με πάθος/ για δυο και πλέον ώρες άκουγα υπνωτισμένος τον άνθρωπο να μου μιλάει για τις μέλισσες/ για το πώς κουβαλάει τα σπιτάκια τους από το Λαύριο στη Θήβα και σ' άλλα μέρη/ εκεί όπου υπάρχει θυμάρι και βαμβάκι κι άλλο φαγητό για να φτιαχτεί το μέλι/ ανίκανος να προβάλω αντίσταση/ ανίκανος να διακρίνω το ψέμα απ' την αλήθεια/ μόνο βούλιαζα στη ζεστασιά του φθαρμένου μου πουλόβερ/ το μισό πρόσωπο ν' αναπνέει μες στο ίδιο χνώτο/ όταν τελείωσε είχε γύρω του το φως/ και στο ημίφως το ένοχο ύφος της πολυλογίας/ βύθισε την παλάμη στο βουνό με τις φρεσκοκομμένες ελιές και σώπασε/ οι μέλισσες με είχαν νικήσει κατά κράτος/ στην ησυχία πέρα απ' τις ερασιτεχνικές μου άμυνες επιτέλους κάποιος μου είχε μιλήσει/ο ήχος απ' τα καθαρά συριστικά σύμφωνα/ με κοίταξε πάλι συμπληρώνοντας/ κάτι για τον όλεθρο στις πόλεις/ αλλά ο κύκλος είχε ήδη κλείσει/ και για μένα θα ήταν πάντα ένας άνθρωπος με ένα ολέθριο κεντρί κι ένα πάθος/ αργά το Σάββατο.]