15.4.12

Οι λεμονιές



[*΄Εχω ψήσει ένα καφέ με λεβάντα και κάθομαι στο μπαλκονάκι/ απ' τον ακάλυπτο δεν ακούγεται σχεδόν τίποτε/ η πόλις εξηφανίσθη στα λίπη/ βάζω το ράδιο και παίζει Πολυμέρη (!)/ για μια Μιράντα εξηλώθηκα παιδιά μέχρι τιράντα/ ενώ λοιπόν ετοιμάζομαι να ξεκινήσω το πλέυλιστ της Κυριακής/ διαπιστώνω unread μέιλ από την Πέμπτη/ που μες στην παράνοια των τελευταίων ημερών/ είχε διαφύγει της προσοχής μου/ από τον cVR/ λακωνικό μήνυμα και 8 συνημμένες φωτογραφίες/ του περιοδικού - ραδιοφωνικού σήριαλ Πικρή, μικρή μου αγάπη/ στο μήνυμα μάλιστα έλεγε ότι η μάνα του είχε φυλάξει σχεδόν όλα τα τεύχη/ όπως άλλωστε θα άρμοζε σε μια ραδιοφωνική επιτυχία της εποχής/ αναλογιστείτε το μέγεθος του...πόνου/ η σειρά μεταδιδόταν ανελλιπώς για έξι (6) χρόνια από την Υ.ΕΝ.Ε.Δ/ από τα σουφρωμένα χαρακτηριστικά στα δακρύβρεχτα εξώφυλλα μπορείτε να μαντέψετε πάνω κάτω το στόρυ/ το μουσικό θέμα των τίτλων ήταν το adagio από το concierto de Aranjuez του Rodrigo/ υπερπαραγωγή με τα όλα της/ τι να κλάσει το φωσκολικό δράμα μπροστά σ' αυτό το μεγαλείο/ πίνω μια γουλίτσα καφέ και χαζεύω τις πλαστικές σακούλες που σαλεύουν στ' απέναντι μπαλκόνια/ στην παραπάνω γειτονιά, στη γειτονιά την άλλη εφύτεψα μια λεμονιά αγάπη μου μεγάλη/ υπάρχει ένας αστικός μύθος που λέει ότι σ' αυτά τα οικοδομικά τετράγωνα μέναν κάποτε αστοί/ κανονικοί δηλαδή, με καπέλα και γάντια και φουρώ/ τέτοια πράγματα/ νιόπαντρες με κότσους μπανάνα που ψωνίζαν τσαγιερά και ψήναν καφέδες ολημερίς/ την άνοιξη τακ-τακ τα ξώφτερνα τακουνάκια τους γλιστρούσαν στους χιλιοπατημένους λεμονανθούς/ με τρόπο μαγικό/ κι όταν άνοιγαν τις πόρτες των μπαλκονιών η μυρωδιά απ' την καμένη σάρκα του κοτόπουλου έσπαγε τις μύτες των φοιτητών στα εντός εκτός κι επί τα αυτά/ ύστερα τα μεσημέρια/ αφού τινάζαν τα τραπεζομάντηλα και τις χειροπετσέτες/ καθόντουσαν με ιεροτελεστία ικέτη δίπλα στα ράδια/ πικρή, μικρή μου αγάπη/ ακουμπούσαν τον αγκώνα στο μαρμαρένιο πάγκο της κουζίνας/ και με την ποδιά μισολυτή στη μέση/αφήναν για λίγο τις τύχες τους να πέσουν ελαφρά ελαφρά στο μωσαϊκό της κουζίνας/./για κείνες τις κυρίες, σήμερα.]

Στις μολόχες

Κυριακή

5.4.12

strange days

Σύνδεσμος
Τeresa Stratas - Youkali Tango (Kurt Weil)
Καίτη Χωματά - Θα διώξω τα σύννεφα
Françoise Hardy - The rose
Gandalf - Golden Earrings
Nick Perito - The green leaves of summer
Harry Nilsson - Without her
Νico Fidenco - Sandra's dream
Αφροδίτη Μάνου - Ανάμνηση (Γιάννης Σπανός)
Τάνια Τσανακλίδου - Δρόμοι του Βερολίνου
Paul Mauriat - Viens,Viens
Jacques Brel - La valse à mille temps
Νότης Μαυρουδής & Παναγιώτης Μάργαρης - Λαϊκό Βαλσάκι

bonus track: Γιώτα Λύδια - Η πιο μεγάλη ώρα

<press play>

2.4.12

Άνοιξη στο Βόλγα



[*Αφού ξεπεράσεις το δέος της πρώτης θέασης του βίντεο είσαι πλέον έτοιμος να περάσεις στην ανάλυση των πληροφοριών. Πρόκειται για αποσπασματική σκηνή από το σοβιετικό μιούζικαλ Девичья весна (1961) - Άνοιξις στο Βόλγα που έχει σαν πυρήνα -αν μπορώ να το θέσω έτσι- την ιστορία του έρωτα δυο νέων: μιας όμορφης χορεύτριας του περιοδεύοντος θιάσου Beryozka κι ενός Μοσχοβίτη νέου (ο οποίος στη συνέχεια προσλαμβάνεται σαν προσωρινός μάγειρας στο ατμόπλοιο του θιάσου που περιοδεύει τις πόλεις κατά μήκος του Βόλγα). Φυσικά αυτή η σαχλή ερωτοϊστοριούλα κλάιν μάιν επισκιάζεται από τις ίδιες τις χορογραφίες του μπαλέτου Beryozka. Με λίγα λόγια, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ένα βασικό στόρυ μέσα στο οποίο να χώνονται κατά κάποιο τρόπο αυτές οι τουλάχιστον βιρτουόζικες χορογραφίες οι θεατές αποκλείεται να γκρίνιαζαν για το κατεβατό των χορών. Όλο το μεγαλείο του σύμπαντος της σοβιετικής παιδείας συνοπτικά σ' ένα βίντεο. Παρακαλώ τους διαφωνούντες να σωπάσουν, γνωρίζετε πολύ καλά ότι έχω δίκαιο στα χοντρά χοντρά. Τώρα όσον αφορά στο μπαλέτο Beryozka (η λέξη σημαίνει μικρή σημύδα) διάβολε! και τι δεν ήξεραν να κάνουν αυτά τα κορίτσια. Πάντως και μόνο που σκέφτομαι το σκηνικό αυτό, ένα θέατρο κατάμεστο και 40 κορίτσια να τραγουδάνε την άνοιξη μου σηκώνεται η τρίχα. Σίγουρα δεν είμαι ο μόνος.Χειροκρότημα.]

1.4.12

As tears go by

Πώς τελειώνει ο κόσμος

[* Τα πολύ παλιά χρόνια/ λίγο μετά την έκθεση με τους δεινόσαυρους (1991;) - κανείς δεν θυμάται πια εκείνο το μεγάλο ιβέντ-/ ήξερα ένα παιδί που διάβαζε πολύ/ όλα τα καλοκαίρια/ τις μικρές ώρες που η μπάλα μας σκαρφάλωνε δαιμονισμένα τα κλήματα της πίσω αυλής/ διακόπτοντας την σιέστα της γιαγιάς σταφίδας/ με τα τζιτζίκια σε τρελό ξεφάντωμα/ μπάνιζα ένοχα το παιδί να διαβάζει ξυπόλητο, μισογερμένο στο πλακάκι της τζαμαρίας/ πίσω απ' τη μισάνοικτη τζαμόπορτα/ πίσω απ' το μαύρο κάγκελο/ πίσω απ' το φράκτη/ και το συρματένιο διαχωριστικό/ ήταν ένας κόσμος ξένος και σιωπηλός/ ένα παιδί που ζούσε αποκλειστικά τρεφόμενο με σταφύλια/ και που έτριβε που και που τα πέλματα μεταξύ τους/ όπως κάποιος που έχει επινοήσει αυτή την αυθόρμητη κίνηση/ χωρίς βέβαια να χάνει στιγμή τη σελίδα/ δε μπορώ με λόγια να εξηγήσω πώς ζούσα για κείνες τις στιγμές/ φανταζόμουν τον ήχο της κλείδωσης την ώρα που ακουμπούσε κάτω το βιβλίο για να φέρει το μπολ με τα σταφύλια/ τον ήχο του δέρματος όπως ξεκόλλαγε απ' το μάρμαρο/ και το ιδρωμένο εξώφυλλο του βιβλίου στο πάτωμα/ μια δυο φορές που μ' είχαν τσακώσει οι άλλοι να κοιτάω προς τα κει/ δεν ένιωσα και πολύ άνετα/ ίσως γιατί αυτό το αλλιώτικο πλάσμα φαινομενικά μας έγραφε στο μακρύτερο του βλέφαρο/ εκεί που χαμήλωνε πάνω απ' τις πυκνές αράδες/ κάπου εκεί ήμασταν κι εμείς/ μια μέρα μας πήγαν επίσκεψη στο ενυδρείο/ ήταν πολύ ωραία τα ψάρια/ ειδικά τα μεγάλα ψάρια τα αγάπησα/ ίσως γιατί μένανε πιο πολλή ώρα στην ίδια θέση/ άλλωστε δεν είχε και πολύ χώρο για να πάνε αλλού/ στο σπίτι μου ζήτησε να το ζωγραφίσω/ εκεί στο ήσυχο βάθος των νερών/ ανάμεσα στα μεγάλα ψάρια ζωγράφισα το παιδί που διαβάζει/ γιατί έτσι όπως κι εκείνα/ στη φαντασία μου/ έμενε πολλή ώρα στην ίδια θέση επειδή ίσως δεν είχε πού αλλού να πάει/./ Μαρία σ' ευχαριστώ που μου θύμισες αυτή τη μικρή ιστορία.]

Λήθαργος


[*προφανώς μόνο εγώ βλέπω άστρα απ' τον πολύ ύπνο]