[Your gaze hits the side of my face/ μεσημέρι Αυγούστου/ στο υπόγειο/ η Ελλάδα που μένει πίσω/ πλένει το χαλί/ στάζει καβαλλώντας τώρα το μαύρο μαντρότοιχο/ ετοιμάζεται για το Φθινόπωρο/ έπειτα καθαρίζει τη βούρτσα τη σκληρή απ' τις τρίχες που' χει μαζέψει/ την κρεμμάει στο καρφί έξω απ' την πόρτα της κουζίνας/ πάνω απ' το ερμάρι με τα σκόρδα και τα ξερά κρεμμύδια/ επιμέλεια στα 3 μέτρα κάτωθε μου/ οι κινέζες δε μ' έχουν πάρει χαμπάρι/ μιλάνε και γελάνε δυνατά/ το γέλιο τους αντηχεί στον ακάλυπτο/ γεμάτο, καθαρό, κρύο/ θα' θελες να πέσεις και συ στα τέσσερα μαζί τους/ να ξεφωνίζεις νι χάο κι άλλα που άκουσες σε έργα/ αμέριμνος, μισόγυμνος, βουτηγμένος στη σαπουνάδα/ με τη σαγιονάρα να χορεύει τουίστ/ δίπλα στη βρύση η βουκεμβίλια το πράσινο λάστιχο/ στο τραπέζι, το καρπούζι, το ψωμί, το μαχαίρι/ απλή αριθμητική/ και μετά να γράψεις το βιβλίο που πάντα ήθελες/ πώς να γίνεις ευτυχισμένος πλένοντας ένα χαλί/ με κορίτσια που ακούνε καντοπόπ/ και να' χεις ολοκληρωθεί σαν άνθρωπος/ αναλογίσου εκεί στα παράλια που βρίσκεσαι/ καθώς θα παίρνεις το πτι ντεζενέρ σου/ μικρή μου καρίμπιαν κουήν/ τις απ' τους φίλους σου θ' αφιέρωνε μια ολόκληρη μέρα/ στο πλύσιμο ενός χαλιού μαζί σου/ κι ύστερα ήρθαν τα σπρινγκ ρόλλς.]
*κορίτσια, λυπήθηκα που δεν μου επιτρέψατε να σας τραβήξω μια φώτο. Αλήθεια.