*Υπάρχει ένας αστικός μύθος στην πόλη μου, που μιλάει για μια κούπα χλιαρό γάλα.
Εκείνο το βράδυ οι θολές ψιχάλες μούσκευαν αδιάκοπα την τυφλή γάτα της γειτονιάς που κούρνιαζε στον εαυτό της. Ο πολιτισμός της υγρασίας έχει ένα βάρος διαφορετικό. Που δεν είμαι απόλυτα σίγουρος αν το καταλαβαίνω. Τα παραθετικά των επιθέτων με είχαν κουράσει κι ανυπομονούσα να ξεφορτωθώ τον μπελά του διαγωνίσματος για να αφοσιωθώ και πάλι στον Φερλιγκέττι. Κοίταγα το κόκκινο βιβλιαράκι στο πάτωμα με μάτι αγριεμένο από αόριστο έρωτα και μια βαθιά, ασυγκράτητη, ψυχολογική πείνα. Dove sta Amore. Ήθελα να καταλάβω αλλά από την κουζίνα ακουγόταν -ξεκάρφωμα- το Στάρυ Στάρυ νάιτ, με ξένιζε. Ήθελα να της πω, χαριτολογώντας, ότι της ταίριαζε καλύτερα η φάμπρικα αλλά η σιωπηλή επανάληψη των παραθετικών δεν με άφηνε να εγκαταλείψω το δωμάτιο. Κι έπειτα ήταν η προετοιμασία του βραδυνού γάλακτος -ιεροτελεστία- που δεν άφηνε περιθώρια για κουβέντα. Θυμάμαι κάθε φορά που πήγαινα να πλύνω την κούπα της, την επόμενη μέρα, όλα τα ξεραμένα ψίχουλα στον πάτο - κάθε μέρα ένας καινούριος, κενός χρησμός για τη βραδυνή επανάληψη.
Νιώθω την ανάγκη να ανάγω σε μύθο ο,τιδήποτε αδυνατώ να κατανοήσω γιατί θυμάμαι.
Νιώθω την ανάγκη να ανάγω σε μύθο ο,τιδήποτε αδυνατώ να κατανοήσω γιατί θυμάμαι.
**Αυτά μαμά.
***pics