*Για ένα χρόνο προσπαθούσα να εξημερώσω τον Ουμβέρτο. Ήτανε μια ψυχή άγρια, όμως του έδινα πίστωση χρόνου, να μου αποδείξει αν αξίζει και πόσο. Ήθελα να τον κρατήσω, επειδή όλοι είναι καλοί κατά βάθος. Για πολλούς μήνες έκανα όλα του τα θελήματα -σκεπτικός μεν- αλλά τα έκανα, παραβλέποντας τα βίτσια του, που πολλάκις με έφεραν σε δύσκολη θέση. Μέχρι που μια μέρα - και χωρίς να πεινάει- προσπάθησε να με φάει. Από τότε, κάθε βράδυ, ο Ουμβέρτος παραμόνευε κάτω απ' το κρεβάτι να με φάει. Με μάτια που άναβαν σπίθες στην πνιγηρή, σκοτεινή ατμόσφαιρα του δωματίου, πασπάτευε το πρόσωπο και την ανάσα μου. Κάθε πρωί που ξύπναγα, έπρεπε να τινάζω το στρώμα από τις τρίχες που άφηνε η μεταμεσονύκτια πάλη. Παρόλα αυτά τον αγαπούσα κι έκανα υπομονή.
Όμως, εχτές το μεσημέρι, ξέχασα για λίγο πως όλοι είναι καλοί, κατά βάθος και τον έφαγα.
Και σήμερα είμαι λεύτερος, λεύτερος, λεύτερος, λεύτερος, λεύτερος.
Όμως, εχτές το μεσημέρι, ξέχασα για λίγο πως όλοι είναι καλοί, κατά βάθος και τον έφαγα.
Και σήμερα είμαι λεύτερος, λεύτερος, λεύτερος, λεύτερος, λεύτερος.