4.2.14

Γυψοφάς


[* Στη γειτονιά μου υπάρχει ένας φούρνος. Υπάρχουν κι άλλοι φούρνοι βέβαια αλλά κανένας σαν κι αυτόν. Μέσα είναι ένας τύπος τεράστιος και κοκκινωπός, θυμίζει λίγο τον Παναγιώταρο το γυψοφά. Καζαντζακική μορφή. Όσες φορές έχει τύχει να ψωνίσω, μόνος πάντα, ο γυψοφάς, εξυπηρετεί τον κόσμο. Φτιάχνει καφέδες, βάζει τα αγορασμένα στα κουτιά, κάνει ταμείο και τελοσπάντων κρατάει το μαγαζί. Το οποίο μαγαζί είναι τόσο φορτωμένο μέσα, δεν υπάρχει τρόπος να στο εξηγήσω για να το καταλάβεις.  Αυτός όμως ανενόχλητος, ακουμπάει τις τεράστιες χερούκλες του πάνω στις ζαμπονοτυρόπιτες, προσπερνώντας ελαφρά-ελαφρά κεκάκια μπισκότα και μακαρόν, δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει με τόσο κορμί και τόση πυκνότητα πραγμάτων. Συνήθως αρπάζω γρήγορα τα ρέστα και φεύγω γρυλίζοντας καλημέρα αλλά στην πραγματικότητα ψοφάω να τον χαζέψω με τις ώρες. Ακόμα πιο περίεργο είναι ότι ο γυψοφάς παίζει μόνο  Νταντωνάκη στο μαγαζί του. Τέρμα. Δεν ακούς ποτέ κάτι άλλο. Ακούγεται και στο δρόμο. Αναδύεται από κάτι μυστηριώδεις γρίλιες στο πεζοδρόμιο -έξω ακριβώς απ' την είσοδο- μαζί με τη μυρωδιά της ψημένης σφολιάτας. Σκέφτομαι το γυψοφά να ψήνει στα μπουντρούμια τις τυρόπιτες με τέρμα το "σκοτεινό παράθυρο" και με πιάνει η ψυχή μου. Σ' αυτό το δισυπόστατο πλάσμα λοιπόν, θα' θελα να αφιερώσω σήμερα αυτό εδώ - we encourage you rethink your preconceived notions (...) and create other methods for survival- ]