Η εξώπορτα έμοιαζε πολύ με την προπολεμική της γιαγιάς μου καθώς και με άλλες σε τούρκικα χωριά της επαρχίας. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τέτοια πόρτα στην Αθήνα. Ένα θολό γυαλί με φλύαρη σιδεριά μπροστά και λοξό χερούλι. Στα πισινά προσκτίσματα είδα ένα καδράκι σταυροβελονιά και ζήλεψα, μια παλιά ντουλάπα, το δεύτερο ψυγείο -φουλαρισμένο πίτσες-, ένα μεγάλο γουδί καθώς και μια ξύλινη στεφανοθήκη - τα στέφανα ποιανών - όλα συντηρημένα σ' ένα παχύ στρώμα σκόνης. Γύρισε στην αυλή. Όμως εγώ ήθελα να κάτσω εκεί, όπου ήταν γνώριμα, δροσερά και κάπως υγρά. Περίμενα το γέρο με το σουραύλι ξεχνώντας το κατσίκι που σιγοψηνόταν στην ψησταριά. Έξω οι κοπέλες είχαν απλώσει το θαμπό τους δέρμα στον ήλιο. Όλες οι μικρές ρυτίδες και τα ζαρώματα έσβησαν κάτω από τ' ανοιξιάτικο φως -ποιός λέει ότι οι άνθρωποι φαίνονται πιο ωραίοι τη νύχτα. Είχα ξεχάσει την ομπρέλλα και δεν μπορούσα να παρακολουθήσω, σε ό, τι θυμάμαι τώρα δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη πιστότητα. Αλλά, πέρα βρισκόταν μια λεμονιά που φαινόταν ευτυχής, φορτωμένη λεμόνια και όλα. Έπαιζαν οι χειμερινοί κολυμβητές αλλά είχα διάθεση να ακούσω την Χρυσούλα του Πάνου Σάμη και να το αφιερώσω στη νηφάλια οικοδέσποινα. Καθόταν με ύφος απόκοσμο στο θρόνο της, ένα μικρομεγαλο σκέρτσο, ατενίζοντας την πολύχρωμη ομήγυρη με συγκρατημένη συμπάθεια.
Εχτές. Στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Εχτές. Στη Νέα Φιλαδέλφεια.