19.2.12

Το μόνον της ζωής του ταξείδιον


[*Εφόσον ό,τι πάλλεται μες στο πεδίο της Φύσης,/ Ή αλλάζει ή χάνεται ˙ γιατί θα πρέπει εσύ/ να παραμένεις/ Η μόνη σταθερή μες στον κόσμο που αλλάζει (Πίστη σε ένα ιδεατό αντικείμενο -S. T. Coleridge μτφρ. Β. Αθανασόπουλος)/ τράβηξα την ανηφόρα νυσταγμένος κι ολίγον τι σκεπτικός/ καθ' ότι άυπνος και νηστικός/ η μέρα, υγρή αναδευόταν στην πάχνη του μισοσκόταδου/ σκεφτόμουν όλες τις φορές που ανηφόρισα κείνο το δρόμο/ μέσα σε μια δεκαετία και βάλε/ τα μάρμαρα/ τ' αποκαίδια/ τα σώματα/ τα φέιγ βολάν/ σκεπτικός, άυπνος και νηστικός/ στον ίδιο δρόμο όλες τις διακυμάνσεις της διάθεσης/ τόσο που αυτή η διαδρομή να αποτελεί πλέον ένα σύμβολο/ κι όχι απλά μια στράτα/ ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος ήταν ο μόνος καθηγητής που θα θυμάμαι όταν το τερματίσω/ game over κι αποκάτω τ' όνομα του/ κάπως έτσι/ κάθε φορά που τον σκεφτόμουν/ μια μόνο λέξη/ αμφιβολία/ κι ένας θαυμασμός με σχεδόν σεξουαλικό προσανατολισμό/ όπως όταν εξιδανικεύεις ένα γκόμενο που ξέρεις ότι δεν θα' χεις ποτέ/ αδιέξοδη λιγουροκατάσταση που οδηγεί συνήθως σε χοντοθεραπεία/ πέθανε το Νοέμβριο απ' το πολύ διάβασμα/ επειδή το διάβασμα κάνει τους ανθρώπους λυπημένους/ μετά αρρωσταίνουν και πεθαίνουν για να' χουν όλο το χρόνο του κόσμου να διαβάζουν πιο πολύ/ τελοσπάντων τα βιβλία του ήταν εντελώς αλαμπουρνέζικα/ ζωδιακά δηλαδή, με πολλές λέξεις σε -ισμός/ νατουραλισμός ρεαλισμός αισθητισμός μεταμοντερνισμός/ ή για ανθρώπους που βλέπανε οράματα επειδή τρώγανε ωμά κρέατα/ μ' αυτό ακριβώς το βασανισμένο νόημα >> &@#!:%@@$%/ = ΠΑΘΟΣ/ απλά μαθηματικά με λίγα λόγια/ και πόσο άδειο ένιωσα ξαφνικά τον κόσμο χωρίς το υπέροχό του μυαλό/ ./ μετά πήγαμε σε μια θάλασσα με τον Κ. που δεν είχε πολλές μεγάλες πέτρες/ όσες έριχνα κάναν μικρό παφλασμό και δεν σε ξεφορτώναν απ' τις σκέψεις/ όσες κι αν πέταγες/ όσο μακριά κι αν φθάνανε/ αλλά η μέρα ήταν εξαιρετική/ κι όσα σκυλιά μας προσπερνάγανε κατουράγανε η χέζανε μετά/ που αυτό από μόνο του σημαίνει κάτι καλό/ κάπως έτσι συλλογίστηκα σήμερα τον άνθρωπο που φανταζόμουν να κάνει καμάκι με κούμπλα χαν/ κι ευθύς αμέσως νύχτωσε.]

Μεταβάλενταϊνς