Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Αρυάν ήταν πέρυσι ανήμερα Δεκαπενταυγούστου. Η πόλη βούλιαζε σε μια παχιά κάψα, ήταν αργά, μεσάνυχτα και στο μεγάλο ακάλυπτο δεν ακουγόταν τίποτα. Μόνο ένα κλιματιστικό - έσταζε κάπου μακριά. Ξαφνικά, κάτι γίνεται και δεν λειτουργεί τίποτα στο σπίτι. Κανένα φως και καμιά συσκευή. Και δεν ήταν διακοπή. Και δεν είχα φακό. Ούτε καν ένα κερί! Σκεφτόμουν τις τρυφερές καρδιές των μαρουλιών που θα σάπιζαν στο ψυγείο, τα κρέατα που θα στάζαν σύντομα στην κατάψυξη, το λάστιχο του ψυγείου βρώμικο, να κολλάει δαιμονισμένα, το αφυδατωμένο μυαλό μου μακριά από τη λεκανίτσα με το νερό, και τη γαλάζια πετσέτα ακουμπισμένη στην άκρη της μπανιέρας. Όλοι είχαν χαθεί, το περίπτερο κλειστό, ηλεκτρολόγος πουθενά. Γύρισα στην πολυκατοικία διαολισμένος σίφουνας. Αυτά παθαίνεις άμα είσαι καλομαθημένος ή άμα δεν έχεις κάνει πρόσκοπος. Υποθέτω. Τόλμησα να κτυπήσω τα κουδούνια των άλλων. Φυσικά δεν έλαβα καμιά απάντηση. Απογοήτευσις, ιδρωτίλα, και νεύρα. Τέλειες συνθήκες για να ξεκινήσω να ξύνομαι. Ασταμάτητα.
Στο υπόγειο, φως. Σίγουρα κάποιος θα' χε μείνει πίσω. Στάθηκα στον τοίχο και κτύπησα ξανά πεισματικά το κουδούνι. Άνοιξε μου, εσύ, ναι εσύ, γιατί είναι σκοτεινά, θέλω να σώσω τα μαρούλια μου. Θέλω να κλάψω. Κι εκεί πίσω απ' την πόρτα ήταν ο Αρυάν, που ανησυχούσε κι εκείνος για την τύχη μου. Μπορεί να ανησυχούσε για μένα το ίδιο όσο και για τη μανούλα του στο Ιράκ. Άκουσε με προσοχή την ιστορία μου. Φαινόταν προβληματισμένος για την τύχη των φαγητών στο ψυγείο και για το κεφάλι μου που ήταν άπλυτο. Και βαρύ. Και ξυνόμουνα. Εκείνο το βράδυ μέτρησα τρεις μπαλαντέζες και πέντε δικές του. Οκτώ ήταν όλες, όταν τις βάλαμε μαζί για να φτάσουν από το δωμάτιο του, στο υπόγειο, στο μπαλκόνι μου στον πρώτο όροφο κι έπειτα στο δωμάτιο μου. Κι από κει στην κουζίνα. Και ήταν ο ίδιος άνθρωπος που λαγοκοιμήθηκε για να με προσέχει όλο το βράδυ, που τα παντζούρια ήταν ανοικτά. Για να περνάει το καλώδιο. Στ' αράπικα δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό. Στα ελληνικά κάποτε το λέγαμε αγάπη. Ο Αρυάν έφυγε χωρίς να χαιρετήσει, μια μέρα. Σήμερα όμως είχα πάλι νέα του. Να' ναι καλά η κοπέλα του που είχε την webcam στη διαπασών. Έτσι έμαθα κι εγώ που βρίσκεται και τι κάνει.
[* Αγάπη είναι ένας ιρακινός και μια κινέζα που προσπαθούν να συνεννοηθούν στα ελληνικά. Αυτή τη στιγμή. Μέσω webcam, χαμπίμπι, στην αυλή του υπογείου.]
Στο υπόγειο, φως. Σίγουρα κάποιος θα' χε μείνει πίσω. Στάθηκα στον τοίχο και κτύπησα ξανά πεισματικά το κουδούνι. Άνοιξε μου, εσύ, ναι εσύ, γιατί είναι σκοτεινά, θέλω να σώσω τα μαρούλια μου. Θέλω να κλάψω. Κι εκεί πίσω απ' την πόρτα ήταν ο Αρυάν, που ανησυχούσε κι εκείνος για την τύχη μου. Μπορεί να ανησυχούσε για μένα το ίδιο όσο και για τη μανούλα του στο Ιράκ. Άκουσε με προσοχή την ιστορία μου. Φαινόταν προβληματισμένος για την τύχη των φαγητών στο ψυγείο και για το κεφάλι μου που ήταν άπλυτο. Και βαρύ. Και ξυνόμουνα. Εκείνο το βράδυ μέτρησα τρεις μπαλαντέζες και πέντε δικές του. Οκτώ ήταν όλες, όταν τις βάλαμε μαζί για να φτάσουν από το δωμάτιο του, στο υπόγειο, στο μπαλκόνι μου στον πρώτο όροφο κι έπειτα στο δωμάτιο μου. Κι από κει στην κουζίνα. Και ήταν ο ίδιος άνθρωπος που λαγοκοιμήθηκε για να με προσέχει όλο το βράδυ, που τα παντζούρια ήταν ανοικτά. Για να περνάει το καλώδιο. Στ' αράπικα δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό. Στα ελληνικά κάποτε το λέγαμε αγάπη. Ο Αρυάν έφυγε χωρίς να χαιρετήσει, μια μέρα. Σήμερα όμως είχα πάλι νέα του. Να' ναι καλά η κοπέλα του που είχε την webcam στη διαπασών. Έτσι έμαθα κι εγώ που βρίσκεται και τι κάνει.
[* Αγάπη είναι ένας ιρακινός και μια κινέζα που προσπαθούν να συνεννοηθούν στα ελληνικά. Αυτή τη στιγμή. Μέσω webcam, χαμπίμπι, στην αυλή του υπογείου.]