6.1.10

Il portiere di notte

Wenn ich mir was wünschen dürfte/ Möchte ich etwas glücklich sein/ Denn wenn ich gar zu glücklich wär'/ Hätt' ich Heimweh nach dem Traurigsein
[=(ελεύθερη μετάφραση) Αν μου επιτρεπόταν να ευχηθώ κάτι στον εαυτό μου/ θα' θελα να ήμουν κάπως ευτυχής / διότι αν ήμουν τελείως ευτυχής / θα νοσταλγούσα την θλίψη)]

Αυτή ακριβώς είναι και η ουσία του "Il portiere di notte" (1974) της Liliana Cavani. Οι δυο όψεις της ύπαρξης, το θηλυκό και το αρσενικό, το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, η θλίψη και η χαρά, η αγωνία και η απάθεια, η αγάπη και το μίσος. Ο δυϊσμός αυτός δημιουργεί - σε συνάρτηση με το σκοτεινό παρελθόν των πρωταγωνιστών- ένα μίγμα εκρηκτικό. Μπρουτάλ αλλά αληθινό, διαπιστώσεις προσωπικές, συγκλονιστικές, ενοχλητικές. Οι πρωταγωνιστές Charlotte Rampling και Dirk Bogarde μοιάζουν τόσο κοντά στην αλήθεια του Μαξ και της Λουτσία - αντιμέτωποι με την υπέρτατη ένωση της αλληλεξόντωσης - σ' έναν αγώνα που κανείς δε μοιάζει να βγαίνει νικητής ή ηττημένος παρά μόνο τα πολλαπλά ζεύγη των αντιθέσεων. Δεν βρίσκω καθόλου εύστοχες τις ταμπέλες σαδομαζοχισμός και παράνοια. Υποθέτω ότι όλες οι σχέσεις θα έπρεπε να λειτουργούν με βάση αυτό το μοντέλο - σε μια υγιή βάση (με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται). Τα άκρα είναι μέρος του πάθους, που είναι μέρος μιας ολότητας , και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Η αποδόμηση και η συντριβή των χαρακτήρων αντικατοπτρίζεται τοσο στους χρωματικούς τόνους και τους φωτισμούς όσο και στη σύνθεση του περιβάλλοντα χώρου.

Συγκλονιστικό από κάθε άποψη.


*Μια πρώτη εκτέλεση του Wenn ich mir was wünschen dürfte (από τη Marlene Dietrich) μπορείτε ν' ακούσετε εδώ.
**Chris, ευχαριστώ.


Το σπαρματσέτο



Στο Παρίσι έμενα σε μιαν οικογενειακή πανσιόν. Ο γιος της νοικοκυράς, που έλειπε στο Αλγέριο, ήρθε την Πρωτοχρονιά για να περάσει τις γιορτές στο σπίτι του. Αλλά δεν ήρθε μοναχός. Έφερε και μια μαϊμού. Αυτή η μαϊμού ήτανε μεγάλο βάσανο για όλους. Παρ' όλη την αλυσίδα της, κατόρθωνε να ξεφεύγει και να τα κάνει θάλασσα. Τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς περίσσεψε ένα πόδι από τη γαλοπούλα, και το βάλανε μέσα στο "φανάρι", που ήτανε κρεμασμένο από το ταβάνι. Η μαϊμού όμως το μυρίστηκε. Σκαρφάλωσε στο φανάρι, έφαγε το πόδι της γαλοπούλας και για να μην την καταλάβουν έβαλε στη θέση του ένα... σπαρματσέτο. Η μαϊμού βλέπεις είναι μισός άνθρωπος. Και γι' αυτό όχι μονάχα ξέρει να κλέψει, αλλά και φροντίζει να μην πιαστεί.


Κ. Βάρναλης, "Η αλληλεγγύη των ζώων"