15.7.09

Κ. Χ. (1867 - 1911)



"Τα παλαιά τραγούδια είναι γεμάτα δάκρυα ―και τα χείλη των νέων που γελούνε, φανερώνουν το τόξο της οδύνης·"
Η κερένια κούκλα, 1911. Στέλιος Ξεφλούδας (επιμ.), Νιρβάνας, Χρηστομάνος, Ροδοκανάκης και άλλοι. Βασική Βιβλιοθήκη, 30. «Αετός» Α.Ε., 1953. 215.

Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1867. Ο πατέρας του διετέλεσε πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών ενώ η μητέρα του υπήρξε θυγατέρα κάποιου αυλικού Βαυαρού γιατρού. Σε ηλικία τεσσάρων ετών υπέστη σοβαρό τραυματισμό έπειτα από πτώση. Η κύφωση υπήρξε φυσική συνέπεια αυτού του τραυματισμού, τον οποίο φρόντιζε να του υπενθυμίζει καθημερινά μέχρι τέλους.
«Είχε όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα των καμπούρηδων: φαρδειές μασέλες, πεταγμένο πηγούνι, μεγάλα φλογισμένα μάτια, πολλήν εξυπνάδα και πολύ φαρμάκι. Ομως τι μεγάλη δημιουργική πνοή, πόση ποίηση μέσα σ’ αυτό το ελεεινό πήλινο σκεύος!». Ετσι περιγράφει ο Κώστας Βάρναλης τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο.

Το 1887 παρατάει την ιατρική για χάρη της φιλολογίας και της φιλοσοφίας. Ο επόμενος χρόνος τον βρίσκει φοιτητή στην Βιέννη. Το 1891 αναγορεύεται διδάκτορας στο πανεπιστήμιο Innsbruck. Τον Μάιο του ιδίου χρόνου καλείται να διδάξει ελληνικά στην αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, την γνωστή πριγκίπισσα Σίσσυ. Τα αποσπασματικά τρία χρόνια (1891-1893) που πέρασε κοντά της ως δάσκαλος αλλά και συνοδός της (σε σύντομο ταξίδι στο αυτοκρατορικό ανάκτορο της Κέρκυρας
όπου οδηγήθηκε όντας απελπισμένη - πιθανά σενάρια βλέπε εδώ) θα τον σημαδέψουν βαθιά και θα τον ωθήσουν να διαμορφώσει λατρεία στο πρόσωπο της Σίσσυ (που αντικατοπτριζόταν έντονα μέσα του εφόσον ήταν αίσθημα καταπιεσμένο και αδιέξοδο).

"− Ἐγὼ φαντάζομαι, μοῦ εἶπε, πὼς ἡ θάλασσα μᾶς παίρνει ὅ,τι ἔχομε ἀνθρώπινο, πὼς δὲν ἀνέχεται μέσα μας τίποτα ἀπ'τὴν ἐπίγειο ζωοσύνη. Μέσα στὴν τρικυμία πολλὲς φορὲς θαρρῶ πὼς κ' ἐγὼ ἡ ἴδια ἔχω γίνει ἕνα κῦμα ποὺ ἀφρίζει.

Κ' ἐγὼ τὴν κύτταζα σὰ θαμπωμένος − "

Στα 1892 τοποθετείται η επίσκεψή του στο Βατικανό και η έναρξη του ενδιαφέροντός του για τον καθολικισμό. Τελικώς ασπάζεται τον καθολικισμό και μονάζει για 5 μήνες στο Μόντε Κασσίνο. Επιστρέφει στη Βιέννη το 1895 όπου θα διοριστεί αρχικά λέκτορας και στη συνέχεια καθηγητής του Ινστιτούτου Ανατολικών Γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βιέννη έρχεται σε επαφή με τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Επηρεασμένος από τον συμβολισμό, συγγράφει το ποιητικό έργο Orphische Lieder (Ορφικά Τραγούδια) και το ονειροδράμα Die graue Frau (Η σταχτιά γυναίκα). Την ίδια περίοδο του απονέμεται ο τίτλος του Βαρώνου - Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ. Το 1898 λίγο μετά τη δολοφονία της αυτοκράτειρας αποφασίζει να δημοσιεύσει ένα βιβλίο αφιερωμένο σ’ αυτήν, το «Tagebucher» («Φύλλα ημερολογίου»).

"− Στὸ κάθε ταξίδι μου, οἱ γλάροι ἀκολουθοῦν τὸ πλοῖο μου, εἶπεν Ἐκείνη, καὶ πάντα βρίσκεται ἀνάμεσά τους κ' ἕνας βαθύχρωμος, σχεδὸν μαῦρος, σὰν κ' ἐκεῖνον ἐκεῖ.."


Φυσικά αυτό ήταν αρκετό για να θέσει τέρμα στην ακαδημαϊκή του καρριέρα. Προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των ανακτόρων τα οποία των αποκήρυξαν ως ανεπιθύμητο...και τότε αναγκάστηκε να τα μαζέψει και να γυρίσει στην πατρίδα. Ως έτος επανόδου σημειώνεται το 1901.

"Τώρα ποὺ γινήκαμε globertotters καὶ πήραμε σβάρνα τὴν ὑδρόγειο, κυλοῦμε σὰν τὶς σταγόνες μὲς τὴ θάλασσα καὶ στὰ τελευταία θὰ τὸ καταλάβωμε πὼς δὲν εἴμαστε τίποτα περισσότερο."

Στην Αθήνα θα γίνει ιδρυτής του θιάσου "Νέα Σκηνή" που αρχικά στεγάστηκε στο κομψό Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή των Χαυτείων (φρόντισαν να το συγυρίσουν από νωρίς). Ο ρόλος του στην εξέλιξη του νοελληνικού θεάτρου υπήρξε καταλυτικός, αφού υπήρξε πρώτος εισηγητής της έννοιας του σκηνοθέτη. Το πρακτικό της ίδρυσης της Νέας Σκηνής διαβάστηκε από τον ίδιο στο αρχαίο θέατρο του Διονύσου στις παρυφές του λόφου της Ακρόπολης, την 27η Φεβρουαρίου του 1901 μπροστά σε επιφανείς λογοτέχνες της εποχής οι οποίοι και το προσυπέγραψαν. Μούσα του υπήρξε το άστρο της εποχής, Κυβέλη.

Η Νέα Σκηνή, ενώ καλλιτεχνικά θα αποτελέσει σημείο αναφοράς του νεολληνικού θεάτρου, θα καταστρέψει οικονομικά τον Χρηστομάνο και θα κλείσει το φθινόπωρο του 1905. Το 1908 μεταφράζει το «Tagebucher» στα ελληνικά ως «Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισσάβετ, σελίδες ημερολογίου» και αποστέλλει σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πατρίς» το ρεαλιστικό ηθογράφημα της Αθηναϊκής κοινωνίας « Η κερένια κούκλα»*. Το 1909 εκδίδει το θεατρικό έργο «Τα τρία φιλιά» (τραγική σονάτα σε τρία μέρη) το οποίο παρουσιάζεται χωρίς επιτυχία από το θίασο της
Μαρίκας Κοτοπούλη.

*Το μυθιστόρημα θα γίνει θεατρικό έργο από τον Παντελή Χόρν κι αργότερα ταινία από τον Μιχ. Γλητσό (η πρώτη μεταφορά ελληνικού λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστρια την Βιργινία Διαμάντη, το 1916 [Διαβάζω: (...) έγραφε το 1928 ο Δήμος Βρατσάνος στο περιοδικό «Κινηματογραφικός Αστήρ» (...): «Εν τω μεταξύ, άλλη προσπάθεια. Ο κ. Μιχ. Γλητσός από τον Πειραιά γυρίζει την "Κερένια κούκλα", το αριστοτέχνημα του Χρηστομάνου. Εδαπάνησε χρήματα και αυτός ο καϋμένος. Αλλ' έπεσε κι αυτός θύμα. Το αριστοτέχνημα εκείνο, από την τελείαν άγνοιαν και ασυνειδησίαν του γράψαντος το σενάριο, ενεφανίσθη επί της οθόνης αληθινόν εξάμβλωμα. Επί μίαν περίπου ώραν επάνω εις το εκράν εψυχορραγούσε σαν φθισιώσα γαλή, βήχουσα και σφαδάζουσα, η πρωταγωνίστριά του, Βιργινία Διαμάντη...».] και αργότερα σειρά στην ελληνική τηλεόραση.

Διαβάζω από τον Πούχνερ:
"Kατασπαράζει τον εαυτό του και το όνομά του στο δικό του θέατρο, μπροστά στο δικό του κοινό. O νιχιλιστής dandy μπροστά στο θάνατό του σκηνοθετεί ακόμα την αποσύνθεση του ονόματός του, προεξοφλεί ο ίδιος την εξαφάνισή του από τις λογοτεχνικές ιστορίες. Στην τελειωτική ειρήνη της ανυπαρξίας θα αναπαύονταν και τα προσωπεία του αντιφατικού προσώπου του: ο βαρόνος και ο παλιάτσος, ο εκλεκτός του πνεύματος και ο κοντορεβιθούλης, ο πολυδιαβασμένος αναγνώστης Eκείνης και ο τζουτζές της αυλής των Aψβούργων και των λογοτεχνικών κύκλων της Aθήνας της belle epoque, ο μύστης και ο Kαραγκιόζης.
"

"Περίφοβα σήκωσα τὰ ματια μου πρὸς τὰ δικά της καὶ εἶδα τὰ βλέμματά της νὰ σέρνωνται μαζὶ μὲ τὸν ἀγέρα πάνω στὸ ἄραχνο καὶ μανιασμένο πέλαγος…
"

To κύκλιο έπος του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου εξιστορείται από το 1911.
Και είναι απ' αυτά τα δίχως τέλος.