5.1.11

Καλή Χρονιά



Την ώρα που δεν κοίταγε κανείς/ με τα μούτρα στα σκαφάκια με τα παστά σύκα και τους χουρμάδες/ διέφυγα στο διάδρομο όπου βρισκόταν η σιφονιέρα από ξύλο τριανταφυλλιάς/ στην αριστερή μου παλάμη έλιωνε ένας καραφλιασμένος κουραμπιές/ τράβηξα αργά το δεύτερο συρτάρι/ ψαχουλεύοντας με καρδιοχτύπι στο μισοσκόταδο/ η άχνη σύντομα θα με πρόδιδε/ η κεραμεική σβούρα/ βρισκόταν στην ίδια θέση που την είχε αφήσει ένα παιδί/ θαρρείς πριν από τη γένεση του γαλαξία/ δηλαδή των παιδικά πάντων, ποτών και ατελεύτητων/ δίπλα στο Υπεραρσενικό του Alfred Jarry/ απρόθυμα έφερα τον λιωμένο κουραμπιέ στο στόμα/ στον καθρέφτη είδα ένα πρόσωπο που δεν το γνώρισα/ αλλά ο αργός βηματισμός του Αυγουστίνου επανέφερε την τάξη στο χάος/ αργά χθες σε κείνο το παλιό σπίτι.