3.11.09

Δε θέλει το σχολείον


Ήταν ένα κοριτσάκι ντυμένο σαν κρεμμύδι. Σήμερα το πρωί, εφτά παρά. Στη στάση του λεωφορείου. Το έσερνε, σχεδόν, η γιαγιά του απ' το χέρι, μιλώντας ακατάπαυστα ελληνικά ανακατωμένα με μια σλαβική γλώσσα (από κείνες που καίγομαι να μάθω). Η γιαγιά, μια χοντροκομμένη πενηντάρα με μποτίνια και αθλητικές κάλτσες κάτω από μάλλινη πολυφορεμένη φούστα, έμοιαζε με ψωμί. Τουλάχιστον εμένα αυτό μου θύμισε. Πρέπει να' ταν κόρη φούρναρη, δεν εξηγείται αλλιώς. Το κοριτσάκι με το κασκόλ κόμπο και την κίττυ στη τσάντα του φαγητού, είχε στραβώσει άσχημα. Ένα μαύρο φίδι έφτυνε δηλητήριο στην κοιλιά της. Δεν ήθελε να πάει στο σχολείο σήμερα. Όχι, καθόλου δεν ήθελε το ανόητο σχολείο! Κρυβόταν στη φούστα της γιαγιάς, και κάθε που γύρναγε, είχε τόσο όξινο ύφος που και η άσφαλτος ακόμη θα διαβρωνόταν αν αποφάσιζε να βάλει τα κλάματα. Μια κρυβότανε και μια κοίταγε ψηλά την ανατολή σκεφτόμενη το απόγευμα,τη μαμά και τις φίλες της.
Ύστερα ήρθε το λεωφορείο.
Στη διαδρομή θυμήθηκα ένα άλλο παιδί που ήξερα κάποτε. Αγαπούσε τόσο πολύ το σχολείο, που ακόμη και μετά το σχόλασμα, όταν όλα τα άλλα παιδάκια τρέχανε να βγάλουν τη στολή, εκείνο έμενε να τη φοράει μέχρι το βράδυ που πήγαινε για ύπνο. Τα απογεύματα καθόταν στο παράθυρο της βιβλιοθήκης που ήταν απέναντι από το σχολείο και κοίταγε τους δωρικούς κίονες της εισόδου, σκεφτόμενο την επόμενη μέρα. Οι ώρες περνούσαν αργά αλλά πάντα υπήρχε μια σιωπηλή επόμενη μέρα. Λίγα χρόνια μετά, στην ίδια θέση διάβαζε Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Εξακολουθούσε να φοράει τη στολή πρωί βράδυ και να κοιτάει το σχολείο.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που το είδα. Μαθαίνω πως είναι ακόμα εκεί.

*Κάποιοι γεννιούνται ελεύθεροι σ' αυτό τον αστερισμό.