10.8.10

Κόκκινη Άμμος


ήταν μια δουλειά επίπονη/ όλες εκείνες οι αιχμές και οι προεξοχές/ δυσκόλευαν το έργο μας/ η στεγνή άμμος στην σαγιονάρα ανατριχιαστική/ μια παραλία/ με τόσα πολλά κοχύλια/ κανονικά και απ' τα άλλα/ που δεν ήξερα πώς να τα μαζέψω/ τα' θελα όλα και δε μπορούσαμε/ δε γινότανε δηλαδή/ γιατί όταν τη ρώτησα/ "σε παρακαλώ μπορώ να μαζέψω λίγα ακόμη;"/ έλαβα απάντηση αρνητική/ κι ότι θα βούλιαζε τ' αμάξι στο δρόμο/ κι ίσως να μη φτάναμε ποτέ σπίτι/ φασιστομπούρδες δηλαδή/ ήταν ο πρώτος κανονικός πανικός που θυμάμαι/ ήθελα και κείνο και τούτο και τ' άλλο/ προσπαθούσα να τα χωρέσω όλα /σε δυο νάυλα που είχαμε βρει παρατημένα στο πορτ μπαγκάζ/ αλλά δε γινότανε/ φυσικά δεν ήθελα και να μείνουμε στη μέση του πουθενά, βουλιαγμένοι/ κι άλλωστε δεν είχαμε τροφή/ κι έπειτα μπορεί ξαφνικά να μεγάλωνε η θάλασσα/ το πρωί δηλαδή και τότε ποιός ξέρει πόσο πιο πελώρια βουλιαγμένοι/ όσο σκάλιζα πάλι την υγρή άμμο/ τόσο περισσότερους θησαυρούς ξέθαβα/ στο τέλος ζαλίστηκα με τόσα χρώματα και σχήματα που μάζευα ενστικτωδώς ότι άγγιζα/ ο Γιώργος γκρίνιαζε όπως πάντα/ ήτανε μια άμμος παράξενη/ δεν έχω ξαναδεί παρόμοια/ κόκκινη/ έμοιαζε με χώμα πατατοφυτείας/ αλλά τόσα τα ξεβρασμένα κοχύλια απάνω της/που σχεδόν πέρναγε απαρατήρητη/ τη στιγμή της αναχώρησης ήταν τέτοια η πίκρα μου για ό, τι δεν πρόλαβα να μαζέψω/ για ό, τι αναγκαστικά έμεινε πίσω/ δηλαδή για όλη την παραλία/ που δεν τη μοιράστηκα ποτέ με κανένα/ σχεδόν/ προτιμώ να σκέφτομαι πράγματα όπως/ τον ξανθό κάμπο με το στάχυ/ και τη γλυκιά αγωνία των παλιννοστούντων
*^*