Προσευχόμουν κάποιο κρυμμένο ηχείο να' παιζε/ το πλέιγκραουντ λοβ/ i' m a high school lover and you' re my favourite flavor/ ερωτοτροπίες σε παλαιωμένη γυμνασιακή διάθεση/ αλλά το μόνο που ακουγόταν ήταν το υπόκωφο βουητό του πλυντηρίου που έστιβε τα ρούχα/ και ο μονότονος ήχος του μηχανήματος στη σύγκρουση με τον τοίχο/ είναι πολύ σκληρό να μη δημιουργείς πίστη/ και δεν υπάρχει γι' αυτό μαγική συνταγή/ είναι σαν τη ζαχαροπλαστική/ προσεγμένες ποσότητες σε σωστό timing/ με μεγάλη πιθανότητα απόκλισης/ αλλά ποιος ασχολείται με φρουί γλασέ αυτές τις μέρες/ ή/ με τις χοντροκομμένες σκέψεις/ που κάνει κανείς/ και η αγνή πρόθεση δεν είναι/ παρά άλλο ένα όνομα της φλυαρίας/ μια μέρα οριακά καμένη/ Nothing natural.
Φέτος, αντίθετα από άλλες χρονιές, ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν θα περάσει την παραμονή των Χριστουγέννων με τη Χρυσούλα και τον μπαμπά της στην ειδυλλιακή Φιλαδέλφεια (τη Νέα). Το εορταστικό πλέιλιστ θα περιλαμβάνει Χιώτη, Έλβι και Κόνι Φράνσις αλλά και Nora Aunor (πως γίνεται τώρα η Φιλιππινέζα να τραγουδάει Χατζιδάκι αγνοοώ - μπορεί να τον ξεσήκωσε απ' το ράδιο) για τις τελειωμένες ώρες. Τα φρικτότερα όπως πάντα έδω (δατ ις του σέι καλή μάσα):
[Το πρωινό τρόλλεϋ ήταν γεμάτο από γνωστό νυσταγμένο κόσμο/ η κυρία με το χαμηλό σινιόν σε χρυσό μαντήλι/ η καστανιέττα/ ο τρυποκάρυδος με προχωρημένη αλωπεκία/ και το ξανθό μουστάκι/ σε απαρτία/ ανέβηκα παραπαίοντας/ η πάνινη τσάντα κολατσιού με τα δυο μόλτο σοκολάτα/ ένα μήλο χιονάτης/ ένα στυλό μπικ χωρίς καπάκι/ και μια μπαγιάτικη μισοφαγωμένη τυρόπιτα από την προηγούμενη/ ηχορύπαιναν στις πλαστικές σακούλες/ μερικές φορές αναστατώνομαι - στιγμιαία - απ' τα ράκη που κουβαλάω/ αλλά πραγματικά δεν έχω χρόνο να κλά(π)σω/ κι αρκούμαι στην αναπαραγωγή της βρώμας που αντιμετωπίζω καθημερινά γύρω μου/ το ιδανικότερο δώρο του άη βασίλη/ στους Αθηναίους/ θα ήταν μια μπάρα πράσινο σαπούνι/ κι ένα καραβάκι μπόνους για τις Κυριακές και τις αργίες/ δε φαντάζεσαι τι βρωμερά σενάρια γεννάει η επίσης αρρωστημένη μου φαντασία/ σε σχέση με αυτή την κατάσταση/ το μόνο που ξέρω με σιγουριά είναι ότι δε μπορούν να καταγραφούν σε αυτό το μπλογκ/ διότι το γούστο αποτελεί πρωτίστως μεγάλο καθήκον/ I wish I was a little bar of soap]
Στα πεζοδρόμια λιωμένα φαγητά και πλαστικές συσκευασίες/ στα σκοτάδια των παραδρόμων της Κολοκοτρώνη το καλύτερο που μπορείς να πατήσεις είναι σκατά/ το χειρότερο κάποιο ψόφιο ζώο/ είχα συνεχώς την αίσθηση ότι μας κυνηγούσε ένα γιγαντιαίο κουνάβι/ αλλά ο Άρις ήταν τελικά τόσο συμπαθητικός/ που κάναμε μέχρι και βόλτα αγκαζέ οι τρεις μας/ ξεχνώντας τη μπόχα/ τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες/ κι αφού είχε προηγηθεί ένα κίλλερ ποτπουρί/ σωρηδόν κοψοφλεβικά άσματα/ η Χρυσούλα βούλιαξε στο μπισκότο της/ ο Άρις ήταν τόσο χαριτωμένος από μόνος του/ και χωρίς την παρέα μας/ σχεδόν μου θύμιζε ένα αγόρι/ που ήθελε ν' ακούει συνέχεια το παραμύθι η πριγκίπισσα και το μπιζέλι/ μας κοίταγε με ύφος γεμάτο ανεκδιήγητο θαυμασμό και απορία/ ένα συναισθηματικό κράμα αγωνίας, άγνοιας, παιδιάστικης ανυπομονησίας και αφέλειας/ όπως σχεδόν ένας άγνωστος κοιτάει μονοζυγωτικά δίδυμα/ προσπαθώντας να εντοπίσει τις μεταξύ τους διαφορές/ έλεγα ότι είναι άδικο να μη μπορούμε να φτιάξουμε μια μπάντα/ κανένας δεν ξέρει να παίζει μουσική/ εξόν από μένα που παίζω στον αυλό το φρέρε ζακ (μακάρι να' παιζα κι αυτό κι ας ήταν και στο σουραύλι)/ και το έντελβαις στη σχολική χορωδία/ θυμάμαι τη δασκάλα της μουσικής με το τζόκευ των Σικάγο Μπουλς να θυμώνει με το ασυγχρόνιστο τέμπο/ καμία έκπληξις/ αλλά η νοσταλγία για πράγματα περασμένα/ έσβηνε στη σκέψη του Άρι να παίζει μελόντικα ή πιανάκι Φίσερ Πράις/ ./
Βούλιαζα με απάθεια στο λασπωμένο μεταμεσημεριανό σύμπαν/ καθοδόν προς το μικρό σπίτι στο Παγκράτι/ κοντοστάθηκα αφηνιασμένος στη διασταύρωση του Χίλτον/ το πλωτό ποτάμι προκαλούσε συναισθηματική αστάθεια/ και βαρκάρης δεν υπήρχε/ μια απελπισία απολαυστική/ τόλμησα να σηκώσω το βλέμμα στις ακουαρέλες /που άφηνε στα πρόσωπα των περαστικών το δειλινό/ όλα εκείνα τα ακανόνιστα μενεξελιά στίγματα/ σπασμένο ομπρελίνο/ δημόσιο ντούζ/ μπατσοκατάσταση/ δεκαεφτά του Νιόβρη/ Νοβέμπερκιντ.