30.3.11

Η Αυλή των Θαυμάτων


[*Το θέατρο πάντα σήμαινε για μένα τρία πράγματα - άμπαλος ων - Φαύστα, Χάρολντ και Μοντ και Ιάκωβο Καμπανέλλη. Και το ένα απ' αυτά ήταν θνητό]
[** οοοοοοο ντεθ]

29.3.11

Στη βεράντα

.................
* Την Παρασκευή μετά από τετράωρη περιπλάνηση στον ήλιο σύρθηκα στη νότ για το λαρύγγι/ καθόμουν πίσω από ένα πιάνο όπου ξαναμμένος κόσμος ακούμπαγε διάφορα ρούχα/ μέτραγα τα δάχτυλα ξανά και ξανά/ κι ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή θα μου πέφτανε όλα τα δόντια απ' την κούραση/ αλλά η παιδιάστικη χαρά των αγοριών στο βάθος απέναντι/ έλυνε διάφορα μυοσκελετικά/ προβλήματα/ τελευταία στιγμή/ πάντα τελευταία/ εμφανίστηκαν κάποιοι απ' αυτούς που ακούνε/ χάθηκα αλλού/ τα φώτα στην Αλεξάνδρας λίγο πριν τα μεσάνυχτα ήταν πνιγμένα στην πάχνη/ σημάδι επικείμενης ρήξης αμφιβληστροειδούς λόγω πολύωρης χρήσης φακών επαφής/ στην έξοδο του μετρό είδα ένα μεγάλο αγόρι με ξυρισμένο κεφάλι/ ακουμπισμένο σ' ένα κοντάρι τυλιγμένη σημαία/ αποφάσισα να τον ακολουθήσω/ αλλά το βήμα του ήταν τόσο ταχύ/ που δε μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι πήγαινε να γαμήσει/ ότι τον είχε πιάσει κόψιμο/ ή ότι είχε αργήσει σε κάποια έπαρση σημαίας/ και στις τρεις περιπτώσεις ήταν ναύτης ινκόγκνιτο / το Σάββατο στο μπάιος ο οΟοΟΟ ήταν περίπου αδιάφορος/ αλλά τουλάχιστον κάποιοι περνάγανε καλά/ το καλύτερο πάντως ειπώθηκε από τον φρέντυεφ στο τουίτα And it goes to show u that if u play Usher and Flocka Flame slowed down, the fashionistas think ur playing "witch house" / όλη η αλήθεια συμπυκνωμένη σε μια πρόταση/ μόνο αν είσαι καλός παρατηρητής δατ ις/ κατά τις τρεις (3:00) ; ανέβηκε η Λιλίκα στη βεράντα/ με τα παραμύθια της κι ένα πρόσωπο τόσο καθηλωτικά καθαρό/ που είναι ν' απορείς πώς παράγει τόση μουσική ομίχλη/ oh please keep her in her yellow fog yellow man

21.3.11

της ποίησης



Mάνα μ’, σγουρός βασιλικός,
πλατύφυλλος και δροσερός.
Mάνα μου, ποιος τον πότιζε,
και ποιος τον κορφολόιζε;
Πέταξε κλώνους και κλωνιά
και σκέπασε τη γειτονιά,
και σκέπασε και μένανε,
που μ’ έχει η μάνα μ’ ένανε.


(Δημοτικό)


10.3.11

Any which way






Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα ότι έτρωγα φράπα καθισμένος μπροστά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Πρέπει να' χα μπει στο μουσείο πιο πριν γιατί έκοβα το φρούτο μ' ένα γιαταγάνι αρβανίτικο σορτ οφ θινγκ και το χλαπάκιαζα αλατισμένο. Κράταγα επίσης ένα πλακάτ που έγραφε σε κούριερ cocoabutter cash. Μπροστά στα πόδια μου υπήρχε μια λίμνη με νούφαρα χτικιάρικα μπορεί και σαρκοβόρα αλλά δε θυμάμαι σίγουρα. Τους έριχνες μενταγιόν με ραβασάκια, αποσπάσματα από το Écume des jours του Βιαν και γεννάγανε σακούλες *&* που πετάγανε γραμμή προς την είσοδο του καταστήματος απέναντι. Κοίταγα τη λίμνη και τα νούφαρα δυστυχής, ήθελα να πάρω ναρκωτικά, δηλαδή γκιβ μι ε μπλάντυ μπρέικ, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδα το Μάριο να περνάει πάνω σ' ένα διθέσιο ποδήλατο όπου το καβάλησα και φύγαμε βιαστικά προς το άγνωστο. Και μετά ξύπνησα να πάω για δουλειά. Έξω είχε καλή μέρα αλλά τα τζιτζίκια αργούν. Με λίγα λόγια νορμάλ. Όλα νορμάλ.

7.3.11

Μεσαιωνικό


Η θαμπή μέρα έφερνε σ' ένα παλιό απόγευμα/ στο χρώμα του νερού που πιτσίλιζε τα γυμνά μας γόνατα/ καθώς τ' αμάξι προχωρούσε στις άγονες εκτάσεις πάνω στους πορωμένους ασβεστόλιθους/ στο θολό νερό/ άμμος, πρωινό φως, μαλακό σκοτάδι/ αναδευόταν ένα μικρό ψάρι/ χάζευα τους παραμορφωμένους πόρους κάτω απ' το γκρίζο γυαλί/ το νυσταγμένο δέος του Γιώργου στο πίσω κάθισμα/ τους τελευταίους μας θησαυρούς αποκαμωμένους στο δειλινό/ την αγωνία να το ζήσουμε και να γίνει δικό μας/ η γκρίζα ζώνη μια κατάκτηση/ κάπως έτσι και σήμερα/ με την ίδια διάθεση μπροστά στην τζαμέλια/ κι αργότερα μπροστά στο κατατονικό Never Let me Go (2010)/ άκουσα τις φωνές μας να αιωρούνται στον ζεστό αέρα/ καθώς ο χρόνος τις άφηνε πίσω/ γειάααααααααααααααααααα/ ελάαααααααααα/ ουυυυυυυυυυυυυυ/
The world is like an open window and I' m weary of passing through it. You wound the one that looks through it. I' m weary of the tomorrows and even its gardens are full of sorrows [Sayat Nova]/ το δωμάτιο ήταν ζεστό/ το αχνιστό τσάι στην κούπα/ φιλική πρόσκληση/ το πορτοκάλι και το γαλάζιο μαχαίρι περίμεναν πλάι στο πιάτο/ το χρώμα του ροδιού (1968) είχε ποτίσει υπόλευκη μανουσκριπτίλα (sic) τον αμφιβληστροειδή/ όπως όταν ψάχνουμε τους εαυτούς μας ο ένας στον άλλο/ με τις αγάπες της άνοιξης ζωγραφισμένες στις παλάμες/ περίπου/ ετούτο το μικρό απόγευμα.

King of Song

6.3.11

A (funny) girl on Sunday

Γιάννης Σταματίου Σπόρος - Diana's blues
Σπύρος Ζαγοραίος - Ντόλτσε Βίτα
Πάνος Γαβαλάς - Γλυκέ μου τύραννε
Μιχάλης Μενιδιάτης - Κάψε με να ησυχάσω
Αντώνης Ρεπάνης - Βάλε Μωρό Μου Χαιμαλί
Καίτη Γκρέυ - Πάρε το δάκρυ μου
Π. Πάνου, Μ. Χιώτης - Παναγιά μου κάτι μάτια
Βαγγέλης Περπινιάδης - Ένας κούκλος και μια κούκλα
Ελένη Βιτάλη - Πάρε τα χνάρια μου
Καίτη Ντάλη - Το παιδί του δρόμου
Μάρκος Βαμβακάρης - Φόρα τα μαύρα
Βίκυ Μοσχολιού - Το γράμμα
Μπέμπα Μπλανς - Πήρες λάθος μονοπάτι
Δούκισσα, Τ. Βοσκόπουλος - Δεν είναι πέτρα η καρδιά
Καίτη Γκρέυ - Παλιοζωή μοβόρισσα
Γ. Τατασόπουλος, Ρ. Ντάλια - Σε λίγα δευτερόλεπτα


Λοβ Στόρυ

3.3.11

Μια (ροζ) νύχτα στον Αιγάλεω

.....................

[* Oι τοίχοι είχαν την σφραγίδα ενός περαστικού και διαβατάρικου καλλιτέχνου ειδικευμένου στην τοιχογραφίαν επιφανείας και ανθρώπου πρωτοφανούς τόλμης. Kατά την στιγμήν που ανελάμβανε να διακοσμήση το Kέντρο ευρίσκετο εις την "Pοζ περίοδον" και εις το κιβωτίδιον με τα υλικά είχεν μόνον ροζ και καφέ σκόνην. Kαι όμως, με τα δύο αυτά χρώματα, ο ζωγράφος, αφού έφαγε και εποτίσθη από τον καταστηματάρχην καλά, άφησε ελεύθερη την φαντασία του να οργιάση και έδωσε ζωήν εις τον άψυχον τοίχον.
Eις την αριστερήν πλευράν εικόνισε ένα ζεύγος εις την ακροθαλασσιάν. Ένας νέος 18-53 ετών είχε στην αγκαλιά του μίαν νέαν 8-35 ετών, χωρίς πόδια, και την φιλούσε. H νέα εκοίταζε προς τον νέον. O νέος φορούσε ροζ κοστούμι με φαρδιές καφέ ρίγες, κάτι μεταξύ ενδυμασίας ανθρώπου που πάει να κοιμηθή και καταδίκου που εδραπέτευσε και πρώτη σκέψις του μετά την απόδρασιν ήτο να συναντήση την αγαπημένη του στην ακρογιαλιά. Tο αριστερό πόδι του καταδίκου ήτο πάσχον και ολίγον παραμορφωμένον. H νέα όμως, είτε τυφλωμένη από το πάθος, είτε διότι εξετέλει πιστώς την εντολήν "αγάπα τον φίλον σου και με τα ελαττώματά του", παραβλέπουσα το φυσικόν τούτο ελάττωμα, είχε παραδοθή πανευτυχής εις την αγκάλην του χωλού εραστού, αληθής φιλόσοφος της ζωής, γνωρίζουσα ότι τα πολυτελή ενδύματα δεν δίδουν την ευτυχίαν και ότι πολλάκις κάτω από μίαν ασήμαντον και άκομψον περιβολήν κρύπτονται αγνά και ειλικρινή αισθήματα. Tας αυτάς σκέψεις έκανε και ο νέος που την φιλούσε. Tο ότι η κοπέλλα του εστερείτο ποδών τον άφηνε αδιάφορον. Ίσως διότι έκανε και την σκέψιν ότι μια γυναίκα χωρίς πόδια είναι θησαυρός, καθ' όσον, όσο λιγώτερα πόδια έχει, τόσον είναι και πιο οικονομική, δεδομένου ότι και λιγώτερες κάλτσες και παπούτσια χρειάζεται. Kι έτσι χωλός αυτός και κουτσή εκείνη εφιλώντο παθητικά και η περίπτυξίς των ήτο μία κραυγή διαμαρτυρίας κατά της υγιούς κοινωνίας, που, έχοντας τα ποδάρια της σωστά, αποφεύγει να ερωτευθή. Γι' αυτό κι ο κάβουρας είχε ζωγραφισθή σκεπτικός στην ροζ ακτήν. Ήτο ως να εμονολόγει:
- Zηλεύω την ευτυχία αυτών των αναπήρων. Kι εγώ που έχω δέκα ποδάρια, μ' άφησε η καβουρίνα και πάει τσάρκα με το σπάρο στη Pαφίνα.
Kαι το παράπονό του το ήκουσε ο ροζ γλάρος και το είπεν εις ένα άλλον:
- O αδελφός μας ο κάβουρας πονεί.
- Nαι, πονεί, είπαν τότε και τα ροζ κύματα. Γι' αυτό, ας πάμε να το πούμε και στ' άλλα κύματα, να φέρουμε το μήνυμα δίπλα, στη Γη της Αιολίδας.
Στον διπλανό όμως τοίχο δεν ήταν η Γη της Αιολίδας, αλλά η συνέχεια της ακρογιαλιάς, όπου ένας ροζ τσέλιγκας έψηνε ένα ροζ αρνί σε μια ροζ φωτιά, ενώ δίπλα χόρευε ένας νέος με φουστανέλλα και μια νέα με τοπική ενδυμασία των Mεγάρων. Kι έτσι το μήνυμα φτερούγισε στον απέναντι τοίχο, όπου καθόταν μια αισθαντική βοσκοπούλα με τη ρόκα και τα προβατάκια της, που μελαγχόλησε μονομιάς. Γι' αυτό απέναντί της ακριβώς έκατσε ένας ροζ βοσκός με τρία ροζ πρόβατα, που έπαιζε με μια ροζ φλογέρα, ροζ μελωδίες.
O βοσκός ήταν ατίθασος και οπλοφόρος μικρών διαστάσεων, μικρογραφία του Λαζό, εφφέ και του Tσακιτζή, εφφέ του Αϊδινίου. Eπειδή τα κύματα εσκέφθησαν ότι πιθανόν να μην εύρισκαν κατανόησιν από τον σκληρόν αυτόν βοσκόν, το ανήγγειλαν εις την μεσαίαν κόρην της βρύσης, η οποία ακούσασα το φρικτό νέο έμεινε κοιτάζουσα τον ροζ αέρα ως απόπληκτος.
Oλόκληρος αυτή η σύνθεσις έκλεινε γύρω-γύρω με ροζ άνθη. Παραπλεύρως αυτής και ακριβώς πάνω από την ορχήστρα ήταν μια άλλη σύνθεσις που μιλούσε βαθειά σε κάθε άνθρωπο που αγάπησε πολύ και υπέφερε για τον έρωτα. Ένας ροζ νέος με τα νώτα προς τον θεατή, υποφέρων από σκολίωση, είχε περασμένο το χέρι του στη μέση μιας φυματικής νέας με ροζ φόρεμα, και, γέρνοντας στον ώμο της, ερέμβαζαν αμφότεροι όρθιοι και έπλαθαν χίλια όνειρα μπροστά σε μερικά σπίτια, τύπου Eλβετικών σαλέ. Δυο Eλβετικά ροζ πρόβατα έβοσκαν με βουλιμίαν εις το ροζ χορτάρι, του οποίου η μονοτονία διεκόπτετο από λίγες πράσινες πινελιές, που αποτελούσαν παραφωνίαν μέσα εις αυτό το όργιον του ροζ. Oλόκληρος αυτή η σύνθεσις, έκλεινε με ροζ τριαντάφυλλα και σκόρπια έλατα ατάκτως ερριμμένα. Eις το άνω αριστερόν τμήμα της εικόνος, μεγάλα μαύρα γράμματα, τρέμοντα, έγραφαν MΠIΘIKOTΣHΣ και κάτω από τα γράμματα υπήρχε μια φωτογραφία του Mπιθικώτση. Δεξιά έγραφε, M. ΘEOΔΩPΑKH και φυσικά υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία της τραγουδιστρίας του Kέντρου. Γενικά έβλεπες ότι τίποτα δεν ήταν βαλμένο τυχαία, αλλά ότι τα πάντα είχαν μπει με κάποια λογική. Δεξιά της τραγουδιστρίας, και σ' όλο τον υπόλοιπο τοίχο, υπήρχε μια άλλη ροζ σύνθεσις ειδικώς καμωμένη για μπουζούκια. Ήταν μια χωρική, που ωδήγει έναν γκρι-ροζ γάιδαρον προς ένα ροζ μύλον, όπου θα άλεθαν τα άλευρα και θα παρήγετο το ψωμί, το οποίον ασφαλώς και αυτό όταν θα εψήνετο θα εγίνετο και αυτό ροδοκόκκινο προς το ροζ. O γάιδαρος ήτο ειδικής ράτσας, απ' αυτές που μπορούν το μπροστινό τους πόδι να το τσακίζουν στα 3. Όλη αυτή η σύνθεσις επλαισιούτο με άνθη και ροζ ψαράδες εις το βάθος που επιδιώρθωναν ροζ δίκτυα πάνω σε ροζ άμμον, πάνω σε μια ακρογιαλιά που ηλεκτρικές σκούπες προηγουμένως είχαν αναρροφήσει και το παραμικρό ίχνος αντικειμένου που θα μπορούσε να τραυματίση τα ροζ πόδια των τιμίων αλιέων. Αυτή είναι με λίγα λόγια η διακόσμησις του Kέντρου. Γενικά δηλαδή, μπαίνοντας, εκ πρώτης όψεως τα θέματα σε προδιαθέτουν ευχάριστα και είναι σίγουρο ότι θ' ακούσης μπουζούκια. Μπόστ.]
[**Dharmatma]