
*pic
If you ever find me face down in the gutter, turn me around to my back.
[Μπορώ να μυρίσω σχεδόν τα φρούτα του καλοκαιριού/ τα κορίτσια με τα άφτερ σαν/ που ταυτίζονται απόλυτα/ παρανοϊκά/ με τα βοϊδίσια βλέμματα των αγοριών/ που πίνουν μπύρες και τρώνε σουβλάκια/ ενώ σπρώχνουν όλα τα αληθινά υπονούμενα κάτω απ' το τραπέζι/ θέλω να φάμε 832 βερίκοκα κι έπειτα ίσως πιούμε ένα ποτήρι γάλα/ ή δυο/ μαζί/ Oh, Jamelia/ δεν με ηδονίζουν πολλά πράγματα περισσότερο από το άνοιγμα ενός βερίκοκου/ η ντροπή που νιώθω συνθλίβεται σε ανύποπτο χρόνο με το σπάσιμο των κουκουτσιών/ και κάθε φορά σα να' ναι πρώτη/ η πηγαία χαρά και η εκπλήρωση/ των υπερκόσμιων ευσεβών πόθων/ θεωρώ σχεδόν απομακρυσμένη την πιθανότητα να αντέξω οποιαδήποτε ταινία/ θέλω να είμαι συνεχώς έξω/ όταν είμαι μέσα έχω μια αόριστη εντύπωση προοδευτικής τύφλωσης/ κι ότι χάνω τα πιο σπουδαία χρώματα/ and so on/ δεν έχει να κάνει με τις υπερπαραγωγές της φύσης/ αλλά με κάτι άλλο/ πιο προσωπικό και πιο πεζό/ ίσως/ και κάπως αδιάφορο τελικά/ το οποίο αδυνατώ να εκφράσω με λέξεις/ το αξεπέραστο προσωπικό καθολικό]
Χθες βράδυ. στο πεζοδρόμιο απέναντι από σιξ ντογκς. προσευχόμουν για το αίσθημα της συγκίνησης. ή σα να πέφτεις με το κεφάλι σε μια ξερή δεξαμενή γεμάτη αρχαία, δομικά δίκτυα. σύντομα σκεφτόμουν τη γριά που είδα να σηκώνει ένα κρεμμύδι βουτηγμένο στα λασπόνερα. αλλά ήταν κάπως αργά. μια βλοσυρή μέρα. μια υποτονική νύχτα. προσποιούμουν ότι έψαχνα τις τσέπες μου. όλη την ώρα. και δεν μπορούσα να βρω ούτε ένα ψιλοπράμα. να με στείλει αλλού. κάτω από τη φωτεινή πινακίδα. μου φάνηκε πως είδα να περνάει αυτό που έψαχνα. ένα κρεμμύδι ντυμένο νάνος. αλλά το παραλήρημα διακόπηκε ξαφνικά από γενικευμένο μούδιασμα . στο τρόλλευ μια ώρα μετά είδα ένα κορίτσι με τρία νύχια βαμμένα να κρατιέται σφικτά στο παράθυρο.
