2.5.10

Η κάρτα


Πάντα προσπαθούσα να της φτιάξω την ωραιότερη κάρτα του κόσμου/ βολική γιορτή να πέφτει πάντα Κυριακή/ χωρίς σχολικές υποχρεώσεις/ καθόμουν στο μεγάλο γραφείο με τα σύνεργα/ κι ένα ενθουσιασμό σχεδόν οργασμικό/ δεν θυμάμαι να έχω νιώσει ξανά έτσι/ όμως εκεί στο τέρμα του διαδρόμου υπήρχε πάντοτε ένα πανέρι με ξηρά ρόδια/ όπου μπορούσα άνετα να καταφύγω σε περίπτωση που η έμπνευση με εγκατέλειπε/ κάτι που δεν συνέβαινε φυσικά ποτέ/ στο ράδιο έπαιζε το κανένας δε μου μίλησε/ ίσως και το ενυδρείο του Λάγιου/ έχανε τις μισές λέξεις/ παράταγε το γαλάζιο ποτηράκι στο νεροχύτη /δίπλα στις μισοστυμένες λεμονόκουπες/ κι οχυρωνόταν στο σκαμπό πίσω από ένα βλέμμα ομιχλώδες/ πως την έχασα / θυμάμαι μια από τις τελευταίες/ εκείνη με τους χρωματισμένους κόκκους ρυζιού/ αμφιβάλλω αν θα έχει μείνει έστω κι ένας στη θέση του/ μετά από τοσα χρόνια/ αλλά είχα ελπίδες/ πάντα έχω/ ότι όλοι οι κόκκοι που είχαν σκορπίσει στο συρτάρι του κομοδίνου/ θα κολλάγανε πίσω πάλι μαγικά/ και τότε θα θυμόμουν ξανά πως είναι να δίνεις κάτι χωρίς να περιμένεις κανένα αντάλλαγμα/ ή πως είναι να θυμάσαι κάποιον/ χωρίς κανένα/ απολύτως/ λάθος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου